Ιούνιος του 2008, περιοδικό PC master, τεύχος 224. Εξώφυλλο το Assassin’s Creed και τίτλος «Πολύ κακό για το τίποτα»! Την παρουσίαση του παιχνιδιού είχα επιμεληθεί εγώ και ανατρέχοντας στα κιτάπια μου (το πλήρες review βρίσκεται και online), έγραφα:
«Το Assassin’s Creed κατορθώνει και βγάζει τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια. Η εντελώς γραμμική του εξέλιξη, η μη ουσιαστική ελευθερία κινήσεων του παίκτη, η επανάληψη των ίδιων ρουτινών καθ’ όλη τη διάρκειά του, το ελαφρώς ξεχειλωμένο του σενάριο και η μηδαμινή αξία επανάληψής του, το καθιστούν ιδανικό αυτόχειρα, θέτοντας παράλληλα κι ένα σημαντικό ερώτημα στον εν δυνάμει αγοραστή ως προς την αξία του τίτλου. Σε κάθε περίπτωση είναι ένα παιχνίδι με ποιότητα που ελάχιστα διαθέτουν. Αν η επανάληψη των ίδιων στοιχείων δε σας κουράζει, τότε πρόκειται για ιδανική επιλογή που μετά το uninstall θα κερδίσει επάξια μια θέση στη βιβλιοθήκη σας –με ελάχιστες πιθανότητες να ξανακατέβει από εκεί».
Assassin’s Creed – Η αρχή του έπους
Μια ειλικρινής και τίμια γνώμη για το πρώτο παιχνίδι μιας σειράς που έμελλε να εξελιχθεί σε μία από τις αγαπημένες μου ever. Πού να ‘ξερα τότε… Η αλήθεια είναι πως το αρχικό Assassin’s Creed με είχε κάνει να πλήξω. Από ένα σημείο και μετά το gameplay του επαναλαμβανόταν σε απελπιστικό βαθμό, κάτι που σε συνδυασμό με το αδιάφορο setting (οι Άγιοι Τόποι της εποχής των Σταυροφοριών ποτέ δεν με έθελξαν) με έκαναν να βαρεθώ οικτρά. Κι όμως κάτι είχα διακρίνει σε εκείνους τους μυστηριώδεις τύπους με τις λευκές ρόμπες. Μπορεί να μην είχα ξετρελαθεί, όμως βλέποντας τον τρόπο που τους αντιμετώπιζε από τότε η Ubisoft (η οποία εκείνη την εποχή έψαχνε εναγωνίως το μεγάλο της «hit»), πίστευα πως κάτι καλό βρισκόταν προ των πυλών…
Assassin’s Creed II – Αναγέννηση (pun intended)
Ενάμιση χρόνο μετά το πρώτο Assassin’s Creed, η Ubisoft με έστειλε αδιάβαστο. Πιο «tailor made» παιχνίδι δηλαδή δεν έπαιζε να κυκλοφορούσαν, ακόμα κι αν είχαν αναλύσει μέχρι τελευταίας τελείας το review μου στο PC master! Το Assassin’s Creed II ήταν ένα τελείως διαφορετικό παιχνίδι, όχι από πλευράς γραφικών, σχεδιασμού και setting αλλά φιλοσοφίας και προσέγγισης. Ναι, το σκηνικό είχε μεταφερθεί στην αναγεννησιακή Ιταλία: Βενετία, Φλωρεντία και –λιγότερο- Ρώμη σε όλο τους το μεγαλείο, επιβλητικά κτήρια, σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες, όλα αυτά «μασκαρεμένα» σε ένα videogame. Το Assassin’s Creed II σηματοδότησε τη μετατροπή της σειράς σε μια interactive εγκυκλοπαίδεια, το τελειότερο παράδειγμα (μαζί με το Europa Universalis) της τάσης γνωστής ως gamification στις μέρες μας.
Το Assassin’s Creed II το γνώρισα με τη μορφή βιβλίου. Επέστρεφα, θυμάμαι, τον Δεκέμβριο του 2009 στην Ελλάδα και λίγο πριν φύγω από το παγωμένο Νιούκαστλ, είχα ξεκινήσει να διαβάζω το Assassin’s Creed: Renaissance, το βιβλίο του Όλιβερ Μπάουντεν που περιέγραφε με μία πιο μυθιστορηματική εσάνς τα γεγονότα του παιχνιδιού. Για να καταλάβεις, η ανάγνωσή του με είχε απορροφήσει σε τέτοιο βαθμό που στην πτήση από Λονδίνο για Αθήνα και για πρώτη φορά στα χρονικά όσο πετάω, αρνήθηκα να φάω (!) μη θέλοντας να χάσω χρόνο. Το εν λόγω βιβλίο, φαντάσου, ήταν και ο Δούρειος Ίππος για να μάθω στην τότε κοπέλα μου τα videogames: ούσα παντελώς άσχετη με το «άθλημα», αφού το διάβασε ξεκινήσαμε να παίζουμε παρέα το Assassin’s Creed II με αποτέλεσμα πλέον να διαθέτει Xbox 360 παρέα με όλα τα παιχνίδια της σειράς.
Assassin’s Creed: Brotherhood – Έτσι εθίστηκα!
Αν με το Assassin’s Creed II ανακάλυψα τον έρωτα που έψαχνα από την εποχή των Commandos, με το Assassin’s Creed: Brotherhood, το sequel του, τον παντρεύτηκα! Για άλλη μια φορά ασχολήθηκα πρώτα με το ομώνυμο βιβλίο πριν πιάσω στα χέρια μου το παιχνίδι και δεν το μετάνιωσα –σκέψου πως, δεδομένου ότι το βιβλίο είναι αναλυτικότερο και πολύ περιγραφικό, είναι σαν να βλέπεις ταινία που βασίζεται στο έργο κάποιου συγγραφέα οπότε η σειρά αυτή είναι η πλέον προτιμώμενη. Σου είπα για τη λατρεία που έχω για την Ιταλία της Αναγέννησης και του 16ου Αιώνα, έτσι; Ε, σκέψου ότι το παιχνίδι εστιάζει στην πόλη της Ρώμης (tutte le strade portano a Roma, εξ’ άλλου) και μάλιστα προσφέρει ένα τελείως ανοιχτό gameplay οπότε σωτηρία δεν υπάρχει όπως κι αν το πάρεις.
Θα σου πω το εξής: το Assassin’s Creed: Brotherhood ήταν το παιχνίδι της σειράς στο οποίο «έγραψα» τις περισσότερες ώρες (μοναδική εξαίρεση το Assassin’s Creed IV: Black Flag το οποίο και παίζω ακόμα) κι αυτό διότι έψαχνα σαν τρελός τα διάφορα collectilbles που ήταν διασκορπισμένα στον χάρτη του. Όχι επειδή είμαι ψυχάκιας ή κυνηγούσα κάποιο achievement αλλά διότι αναζητούσα αφορμή για να συνεχίσω να τριγυρνώ στη Ρώμη και τα περίχωρά της. Το σύστημα διαχείρισης που εισήγαγε επίσης για πρώτη φορά το Brotherhood (διαχειριζόσουν πλέον Ασασίνους τους οποίους έστελνες σε αποστολές, φρόντιζες για τα οικονομικά της αδελφότητας και άλλα τέτοια που παρέπεμπαν σε strategy) με κρατούσε διαρκώς σε εγρήγορση και κάπως έτσι πέρασαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες με ‘μένα να αρνούμαι πεισματικά να ξεκολλήσω.
Μέχρι που ήρθε το…
Assassin’s Creed: Revelations – Τέρμα η ιστορία
Το Assassin’s Creed: Revelations με επανέφερε πίσω στην τάξη. Κατ’ αρχάς έπαιξα πρώτα το παιχνίδι και εν συνεχεία διάβασα το βιβλίο. Δεν μ’ άρεσε έτσι όπως τα κατάφερα, οφείλω να ομολογήσω αλλά η έλλειψη χρόνου δεν μου άφηνε και άλλη επιλογή. Ας είναι… Για να πω την αλήθεια η όλη φάση με την Αναγέννηση είχε αρχίσει να με κουράζει. Δε λέω, μαγευτική η Ρώμη, απίθανη η Βενετία, μοναδική η Φλωρεντία αλλά στο τσακίρ κέφι θα προτιμήσω να ‘ξηγηθώ έναν γύρο της Ιταλίας με τον Βράκα από το να παίξω ξανά μανά μία απ’ τα ίδια. Τουλάχιστον με το Revelations ολοκληρωνόταν ο κύκλος των πρώτων δύο core Assassin’s Creed (Assassin’s Creed και Assassin’s Creed II) και αυτό ήταν που μετρούσε.
Η μαγκιά εδώ ήταν η συνύπαρξη των –μέχρι τότε- δύο πρωταγωνιστών της σειράς, Altair Ibn-La’Ahan και Ezio Auditore da Firenze –μαζί και ο τελείως αδιάφορος Desmond Miles της σημερινής εποχής αλλά, ειλικρινά χου δε φακ γκιβς ε σιτ γι’ αυτόνανε… Οι άνθρωποι της Ubisoft πήραν την εκδίκησή τους για το πρώτο Assassin’s Creed και όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μου έτριψαν το –κρύο- πιάτο της στα μούτρα. Χαλάλι τους διότι το παιχνίδι ήταν το καλύτερο φινάλε που θα μπορούσε να ζητήσει κάποιος που λάτρεψε το franchise, έζησε μέσα απ’ αυτό τις αγωνίες και τους αγώνες του Altair και του Ezio, κυνήγησε τους Templars από την Ιερουσαλήμ και την Άκκρα στη Ρώμη και τη Φλωρεντία, συνάντησε πρόσωπα που θα άλλαζαν τον ρου της ιστορίας και ανακάλυψε τις αλήθειες που έκρυβαν τα κειμήλια που αναζητούσαν Ασασίνοι και Ιππότες.
Αντικείμενο πόθου
Οι συλλεκτικές εκδόσεις των διαφόρων παιχνιδιών της σειράς είναι το κάτι άλλο. Όλες τους είναι μία και μία, τόσο λόγω των συσκευασιών τους, όσο και εξ’ αιτίας των συλλεκτικών περιεχομένων τους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα άγαλμα του Ezio Auditore που είχα πετύχει σε κάποιο Forbidden Planet στην Αγγλία σε τιμή που υπερέβαινε τις £250. Το υπέρτατο αντικείμενο πόθου Assassin’s Creed όμως δεν είναι άλλο από την εγκυκλοπαίδεια της σειράς. Είμαι ένας από τους τυχερούς κατόχους της πρώτης της έκδοσης (μετράει ήδη τρεις) και έχοντας «ξεκοκαλίσει» το περιεχόμενό της, ομολογώ πως είναι ό,τι πιο προσεγμένο έχω δει στην «καριέρα» μου ως gamer. Σε συνδυασμό με την πολυτελή έκδοση στην οποία έρχεται, συνιστά μία «must» -και συνάμα προσιτή- αγορά για κάθε φίλο της σειράς, soft ή hardcore.
Assassin’s Creed III – God bless America
Με το Assassin’s Creed: Revelations να σηματοδοτεί το φινάλε μίας εποχής, το ενδιαφέρον μου γρήγορα μεταφέρθηκε (πριν καν βγει αυτό) στο αμέσως επόμενο παιχνίδι της σειράς και την εποχή στην οποία θα διαδραματιζόταν. Θυμάμαι τότε οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν: Αίγυπτος των Φαραώ, Γαλλία της Γαλλικής Επανάστασης ή του Ναπολέοντα, Γερμανία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Αγγλία της Βιομηχανικής Επανάστασης, Φεουδαρχική Ιαπωνία και η λίστα κατέβαινε επικίνδυνα. Τελικά στη Ubisoft αποφάσισαν να κάνουν ένα άνοιγμα προς τις ΗΠΑ (κακά τα ψέματα) και την αγορά τους επιλέγοντας για το Assassin’s Creed III το setting του Πολέμου της Ανεξαρτησίας και τον απογαλακτισμό των –μετέπειτα- Ηνωμένων Πολιτειών από τις ευρωπαϊκές χώρες –και δη την Αγγλία.
Για άλλη μια φορά στη Ubisoft έδωσαν ρεσιτάλ με ένα παιχνίδι που θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και ως συνοδευτικό στο μάθημα της Ιστορίας –για τους ανιστόρητους Αμερικάνους ειδικά θα ‘ταν λουκουμάκι. Το gameplay του ήταν τελείως διαφορετικό από τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, κάτι απόλυτα λογικό αν αναλογιστείς τη διαφορετικότητα στην εποχή, το περιβάλλον και την ιδιοσυγκρασία του πρωταγωνιστή σε σχέση με τους προκατόχους του. Ο ήρωας του Assassin’s Creed III ήταν ένας Ινδιάνος ονόματι Ratonhnhaké:ton (ή Connor), γεγονός που τον καθιστά τον χαρακτήρα με το δυσκολότερο όνομά στην ιστορία του gaming. Δεν είχε να ανησυχεί ούτε για αποστολές, ούτε για ταξίδια, ούτε για τίποτα. Να διώξει τους βάρβαρους κατακτητές από τα μέρη του ήθελε ο άνθρωπος και το κατάφερνε περίφημα περνώντας και τα μηνύματά του –αφιερωμένα σε όσους θεωρούν τα videogames… «παιχνιδάκια».
“Τελικά τι είναι τα Assassin’s Creed; Για ‘μένα είναι απόλαυση, είναι ευχαρίστηση, είναι έρωτας. Αν υποτεθεί φυσικά ότι ο έρωτας είναι απλό πράμα…”
Μου έκανε εντύπωση για άλλη μια φορά το βιβλίο που συνόδευε το παιχνίδι: το Assassin’s Creed: Forsaken το διάβασα πριν παίξω το τελευταίο όμως επρόκειτο για ένα καλογραμμένο prequel που στην ουσία διηγείτο την ιστορία του Connor ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια του πατέρα του. Και ο καλύτερος τρόπος για να μπεις στο πετσί ενός χαρακτήρα δεν είναι φυσικά ένα πεντάλεπτο cutscene αλλά μία πλήρης αναδρομή στο γενεαλογικό του δέντρο. Την ίδια στιγμή, μολονότι το όλο setting δεν με τρέλαινε κιόλας, δεν με χάλασε καθόλου. Η ιστορία που είχε να διηγηθεί το Assassin’s Creed III ήταν μεστή, γεμάτη ένταση και νεύρο και με πλοκή που δεν σε άφηνε να χαλαρώσεις στο ελάχιστο. Ήταν από τα παιχνίδια που δεν άφησαν σε ησυχία το μυαλό μου και τέτοια δεν βρίσκεις συχνά πια…
Assassin’s Creed IV: Black Flag – Η πειρατεία σκοτώνει τον ελεύθερο χρόνο
Στο άκουσμα της ανακοίνωσης του Assassin’s Creed IV: Black Flag ένιωσα κάτι να σκιρτάει μέσα μου. Θα σου πω με πάσα ειλικρίνεια πως τις μέρες πριν παραλάβω το αντίτυπο του παιχνιδιού για το Xbox 360 μου, άκουγα διαρκώς τα άπαντα των Running Wild στο repeat. Σκέφτηκα να ξεκινώ και τη μέρα μου πίνοντας λίγο ρούμι έτσι, για να μπω στο «πετσί» του ρόλου όμως καθ’ ότι δεν είχα καμία όρεξη να γνωρίσω τον κόσμο των ΑΑ, προτίμησα να το αφήσω. Τους πειρατές τους λατρεύω και τα καλά πειρατικά παιχνίδια δράσης μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Καταλαβαίνεις τι έγινε μόλις «τσίμπησα» το Assassin’s Creed IV: Black Flag. Ένα πλοίο που το φτιάχνεις κατά το δοκούν, μία Καραϊβική στο έλεός σου, άπειρες δραστηριότητες, ένας ορθάνοιχτος κόσμος και άπειρες ώρες «καψίματος».
Μη με ρωτάς να σου πω πώς μου φαίνεται. Νομίζω ότι τα επίπεδα εθισμού μου στο συγκεκριμένο παιχνίδι έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο –το λέω και το καυχιέμαι. Οι στέγες της Ρώμης του Assassin’s Creed: Revelations έχουν δώσει τη θέση τους στη Θάλασσα της Καραϊβικής και τα χοροπηδητά του Ezio έχουν αντικατασταθεί από το Jackdaw, το σκαρί που κυβερνά ο νέος πρωταγωνιστής, Edward Kenway, πατέρας του κεντρικού ήρωα του βιβλίου Assassin’s Creed: Forsaken και παππούς του Ratonhnhaké:ton από το Assassin’s Creed III. Δεν θα κάτσω να σε πρήζω με την εξάρτησή μου απ’ το Assassin’s Creed IV: Black Flag –διάβασε το review του Θωμαδάκη να μορφωθείς. Αντ’ αυτού θα σου μιλήσω ειλικρινά, χωρίς περιστροφές και υπερβολές: το έτος που κυκλοφόρησαν μεταξύ άλλων Grand Theft Auto V, The Last of Us και BioShock Infinite, για ‘μένα αυτό είναι το παιχνίδι της χρονιάς…
Παρελθόν, παρόν και μέλλον
«Για το παρελθόν του μιλάει εκείνος, που δεν έχει να πει τίποτα για το μέλλον του» είχε πει κάποτε ο Βέκσιν, μόνο που για το Assassin’s Creed τα πράγματα διαφέρουν. Πολύ θα το ‘θελα να ήξερα τι μας ετοιμάζουν στη Ubisoft αναφορικά με το επόμενο –και το μεθεπόμενο- επεισόδιο της σειράς, έλα που όμως δεν έχει βγει τίποτα το επίσημο για δαύτο. Πάντως μην ανησυχείς, οι Γάλλοι δεν μασάνε κουτόχορτο: τα Assassin’s Creed είναι έτσι δομημένα που στην ουσία αντέχουν άπειρα επεισόδια, έχοντας την ευχέρεια να υποστηρίξουν κάθε ιστορική περίοδο –και επιτρέποντας στη Ubi να ικανοποιήσει τα γούστα κάθε παίκτη και βέβαια στους ανθρώπους της να εξαντλήσουν τη δημιουργικότητά τους.
Τελικά τι είναι τα Assassin’s Creed; Μια μηχανή χρημάτων; Ένα franchise που ακροβατεί ανάμεσα στο παιχνίδι και την τέχνη; Ένα κομψοτέχνημα, ύμνος στο gamification; Για ‘μένα είναι κάτι πολύ πιο απλό: είναι απόλαυση, είναι ευχαρίστηση, είναι έρωτας. Αν υποτεθεί φυσικά ότι ο έρωτας είναι απλό πράμα…
2 Σχόλια
Οι στέγες της Ρώμης του Assassin’s Creed: Revelations Τουρκια ηταν
του AC Brotherhood θέλει να πει ο ποιητής!
όσο για το αν είναι έρωτας το AC, εγώ σου λέω και λίγα λες!!
κάθε χρόνο μια μέρα περιμένουμε. 30 Οκτωβρίου