Στο Layers of Fear πρωταγωνιστεί ένας βασανισμένος ζωγράφος, ο οποίος εξερευνά την έπαυλή του για να θυμηθεί… τι είναι αυτό που τον βασανίζει. Η αρχική επαφή, η εξερεύνηση των δωματίων, τα πρώτα βήματα είναι ενθαρρυντικά: τα γραφικά είναι πλούσια, η διακόσμηση και τα έπιπλα αποπνέουν κάτι το επιβλητικό και δυσοίωνο, o φωτισμός ύπουλος. Μετά από λίγο θα καταλάβετε ότι κάτι πάει στραβά, όταν τα δωμάτια αρχίζουν να… αλλάζουν και το υπερφυσικό στοιχείο του περιβάλλοντος να γίνεται εμφανές. Όλα δείχνουν ότι αυτό το adventure τρόμου της σχετικά νέας Πολωνικής ομάδας σχεδιασμού Bloober, θα έχει κάτι το εγκεφαλικό, καλλιτεχνικό ίσως, να προσθέσει στην κατηγορία του horror.
Δυστυχώς, τα πρώτα 20 λεπτά του Layers of Fear που είναι και τα πιο ατμοσφαιρικά, όπου ξέρεις ότι κάτι μυστηριώδες σε περιμένει (χωρίς όμως να βλέπεις κάτι πραγματικά τρομακτικό), είναι και τα καλύτερα. Πολύ γρήγορα το παιχνίδι αρχίζει να χρησιμοποιεί κλισέ του είδους, ξαφνικές τρομάρες, πόρτες που εμφανίζονται από το πουθενά, «τρομακτικές» παιδικές κούκλες, βάζα που πέφτουν και πίνακες που αλλάζουν μορφή. Υπάρχουν ορισμένες σκηνές όπου το παιχνίδι πραγματικά σε ψαρώνει με τον τρόπο που αλλάζει τον χώρο γύρω σου (σε σημείο που αμφισβητείς τα αισθητήρια αντίληψής σου), αλλά σχετικά γρήγορα γίνεται εμφανές ότι έχουμε ένα ρηχό παιχνίδι «εξερεύνησης» όπου ανοίγεις πόρτες και προχωράς ευθεία. Το παθητικό gameplay δεν είναι τόσο πρόβλημα σε ένα παιχνίδι εξερεύνησης, σε ένα Dear Esther ή ένα Everybody’s Gone to the Rupture. Εδώ όμως έχουμε horror και πρέπει να υπάρχει η απειλή ότι θα πεθάνουμε, ότι θα χάσουμε την πρόοδο που έχουμε κάνει, ότι θα γίνει κάτι αν μας πιάσει το τέρας ή αν γίνει το Κακό. Στο Layers of Fear δεν υπάρχει όμως αληθινός κίνδυνος, η πορεία είναι γραμμική και δεν μπορείς να πεθάνεις ή να χαθείς (πας απλά όπου σε αφήνει το παιχνίδι και όχι εκεί που οι πόρτες είναι κλειδωμένες). Με άλλα λόγια, μετά από λίγη ώρα συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει αληθινό στοιχείο horror, η αίσθηση της απειλής. Σε ορισμένα κομμάτια του παιχνιδιού μάλιστα, έκανα αυτό που δεν πρέπει να γίνεται σε ένα horror παιχνίδι: έτρεχα. Δεν έτρεχα όμως γιατί με κυνηγάει ένα τέρας ή επειδή πρέπει να κρυφτώ. Έτρεχα από το σημείο Α στο σημείο Β, για να προχωρήσει η ιστορία, αγνοώντας τις φρούδες απόπειρες του παιχνιδιοιύ για να με τρομάξει. Αυτό δυστυχώς σημαίνει ότι το Layers of Fear, ως παιχνίδι τρόμου, αποτυγχάνει. Ένα παιχνίδι για πολύ εύκολους λύτες, σε ολόκληρο το Layers of Fear υπάρχουν δύο ή τρεις «γρίφοι» με πανεύκολες λύσεις: κατά τα άλλα θα πρέπει να ανοίγετε πόρτες, να διασχίζετε δωμάτια και διαδρόμους όπου «κάτι τρομακτικό» θα γίνεται και να βρίσκετε ένα (από τα έξι συνολικά) αντικείμενα που θα σας επιτρέψουν να ολοκληρώσετε τον πίνακα που θα αποκαλύψει την (όχι και τόσο πολύπλοκη ή απροσδόκητη) λύση της ιστορίας. Στον δρόμο θα βρείτε ορισμένα «στοιχειωμένα» αντικείμενα που σας μιλούν και λένε κομμάτια της ιστορίας- αυτά είναι ευτυχώς εύκολα να βρεθούν γιατί συνοδεύονται από ένα εφέ «ψιθύρων» που σας προειδοποιεί όταν πλησιάζετε. Κάποια άλλα όμως αποκόμματα, σκίτσα και σημειώματα με στοιχεία, θα πρέπει να τα βρείτε μέσα σε συρτάρια. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλά, πολλά, πάρα πολλά συρτάρια στο παιχνίδι: πολλές φορές είναι και κολημένα μεταξύ τους και δεν είναι εύκολο να τα ανοίξεις, οπότε σε ένα σημείο, απλά το παρατάς κι αυτό γιατί απλούστατα, δεν αξίζει τον κόπο. Ακόμα λοιπόν και στην πλάγια αυτή μέθοδο αφήγησης, το Layers of Fear δεν τα πάει και τόσο καλά, ενώ το ίδιο το σενάριο και το μυστήριο του «τι έχει γίνει» είναι σχεδόν εμφανές από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Το Layers of Fear, παρά το φιλόδοξο και καλό ξεκίνημα που κάνει, πετυχαίνει μόνο σε επιφανειακό επίπεδο να δημιουργήσει ορισμένες καλές σκηνές, κυρίως εκείνες που βασίζονται στην βαριά ατμόσφαιρα ή στα «παιχνίδια» αντίληψης. Ο τεχνικός τομέας του είναι καλός (και ο ήχος, πολύ σημαντικός τομέας στο horror, αρκετά καλοδουλεμένος), αλλά αυτό δεν αρκεί. Η αρκετά μικρή του διάρκεια (γύρω στις 4-5 ώρες για τον τερματισμό), σίγουρα δεν μπορεί να καταλογιστεί στα πλεονεκτήματα ενός παιχνιδιού που, μπορεί να είχε ενδιαφέρουσες προοπτικές, αλλά τελικά δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη μετριότητα.
The Good
- Ωραία γραφικά, παιχνίδια «αντίληψης»
The Bad
- Μηδέν horror, μικρή διάρκεια, παθητικό gameplay
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ