To Shadow of the Beast το αντίκρυσα πρώτη φορά πριν από Χ έτη (δεν θέλω να το υπολογίσω, άσε με σου λέω), στην πράσινη οθόνη του CPC 6128 και τον θεωρώ έναν «φίλο από τα παλιά», σε σημείο που συχνά-πυκνά θα βάλω εκείνο το 8bit soundtrack να παίξει όσο κάνω κάποια δουλειά στον υπολογιστή. Βέβαια έγινε περισσότερο γνωστό από την έκδοση της Amiga, όπου είχε σπρώξει την τεχνολογία της εποχής στα άκρα, με πολλά διαφορετικά επίπεδα στο πλάγιο scrolling και «μπουσταρισμένη» παλέτα διαθέσιμων χρωμάτων. Το Beast ήταν τόσο όμορφο και εντυπωσιακό που εύκολα παραβλέπαμε σαφή μειονεκτήματα στον σχεδιασμό του: ήταν ένα λίγο ακαταλαβίστικα δύσκολο παιχνίδι που όμως είχε μαγέψει τα πλήθη και ακόμα και σήμερα θα αναφερθεί συχνά το όνομά του σε συζητήσεις τριαντάρηδων (και βάλε) gamers όταν αναπολούν για πλασματικές Παλιές Χρυσές εποχές. Θέλοντας να πατήσει λοιπόν στην πανίσχυρη αγοραστική δύναμη της νοσταλγίας, η σχετικά μικρή ομάδα Heavy Spectrum κατάφερε τη SONY να της δώσει άδεια για ένα νέο Shadow of the Beast, αποκλειστικά για το PS4. Το αποτέλεσμα είναι ένα όμορφο μα ελαφρώς προβληματικό (και πολύ σύντομο) παιχνίδι που, ενώ οι «παλιοί» ίσως εκτιμήσουν περισσότερο λόγω του προαναφερθέντος nostalgia factor, οι πιο νέοι παίκτες ίσως δυσκολευτούν να κατανοήσουν.
Στο Shadow of the Beast παίζουμε τον Aarbron, ένα φριχτό κτήνος με αβυσσαλέα όρεξη για βία, το οποίο ψάχνει να ανακαλύψει τις ρίζες του και να εκδικηθεί εκείνους που τον καταράστηκαν σε αυτό το τερατόμορφο πεπρωμένο. Αν και είναι σχεδιασμένο σε 3D, το παιχνίδι κλειδώνει την κάμερα σε ένα σημείο ώστε το gameplay να είναι καθαρά side-scrolling, όπως και του προκατόχου του. Από εκεί και πέρα, το παιχνίδι είναι κυρίως μάχες: ανά διαστήματα η οθόνη «κλειδώνει» και το παιχνίδι σας πετάει ένα encounter με Χ εχθρούς, τους οποίους πρέπει να σκοτώσετε με δημιουργικούς τρόπους χωρίς να σας χτυπήσουν, ώστε να κρατήσετε ενεργούς τους πολλαπλασιαστές βαθμολογίας και να μαζέψετε όσο γίνεται περισσότερους πόντους. Αν τα πάτε καλά σε ένα encounter (εκτός από το ότι θα μαζέψετε πολλούς πόντους), θα πάρετε έξτρα ανταμοιβές όπως παραπάνω ζωές ή ξεκλείδωμα κάποιου ειδικού encounter.
Στη διάθεσή σας έχετε πολλές, υπερβολικά πολλές κινήσεις, παρόλο που οι περισσότεροι εχθροί πέφτουν με ένα μόνο χτύπημα: μπλοκαρίσματα και αντεπιθέσεις, βουτιές αποφυγής, λαβές, stuns. Με κάθε χτύπημα μάλιστα, αυξάνεται και το Blood που μαζεύετε με το οποίο μπορείτε να τροφοδοτείτε ειδικές κινήσεις που αναπληρώνουν την υγεία σας, που προσθέτουν έξτρα πόντους, κ.λπ. Και οι πόντοι είναι καλοί γιατί με αυτούς μπορούμε να αναβαθμίζουμε τις ικανότητες και τις επιθέσεις του Beast μας, αλλά και τα διάφορα έξτρα του παιχνιδιού. Γενικά δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη και μόλις μπείτε στο νόημα και καταλάβετε τον «ρυθμό» στις μάχες, θα συνειδητοποιήσετε ότι τελικά έχουμε ένα rhythm game όπου το κλειδί βρίσκεται στον άψογο συγχρονισμό στις χορογραφίες μάχης. Πέρα από τη μάχη πάντως, υπάρχει κάποιο platforming και μερικοί υποτυπώδεις γρίφοι που δεν απαιτούν και πολύ ψάξιμο από τον παίκτη αλλά δίνουν την ευκαιρία να θαυμάσουμε υπέροχα τοπία. Τεχνικά μιλώντας, τα γραφικά δεν είναι κάτι το επαναστατικό, αλλά ο σχεδιασμός στις πίστες και τα τοπία, τα περίεργα τέρατα, τους κυκλώπειους γίγαντες που κινούνται στο παρασκήνιο, τις αλλόκοτες αρχιτεκτονικές και τα αινιγματικά αγάλματα- όλα αυτά έχουν «πιάσει» τη μυστήρια ατμόσφαιρα του παλιού Shadow of the Beast και την έχουν αποδώσει άψογα στη ενσάρκωση του 2016. Δυστυχώς όμως, η εμμονή του παιχνιδιού με την πολύ γρήγορη, έντονη, βίαιη μάχη (με υπερβολικό splatter) και την ψύχωση με το Καλύτερο Σκορ, υποβαθμίζει την όλη εμπειρία.
Προς Θεού! Κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι το σύστημα μάχης έπρεπε να μείνει όπως το αρχικό, με το παλαιολιθικό collision detection και με το ένα κουμπί για τη μία επίθεση. Σίγουρα ο Aarbron του 2016 έπρεπε να είναι πιο γρήγορος και επιθετικός, πιο όμορφος και ναι, πιο βίαιος ίσως. Αλλά η ενσωμάτωση του scoring system μέσα στη μάχη είναι σίγουρα δίκοπο μαχαίρι: κάποιοι ενδιαφέρονται να μαζέψουν πόντους σε σημείο που θα παίξουν ξανά και ξανά την ίδια πίστα, αλλά κάποιοι (και νομίζω οι περισσότεροι), προτιμούν να βιώσουν διαφορετικά τέτοιους ανεξήγητα όμορφους, εξωγήινους κόσμους γεμάτους αλλόκοτα πλάσματα, τρελή βλάστηση και μυστήριους ουρανούς με πολύχρωμους ορίζοντες. Αντί να μας ρουφήξει αυτός ο περίεργος κόσμος λοιπόν, με το ζόρι πρέπει να μας ρουφήξουν οι αριθμοί, τα τέλεια combos και η εμμονή για το άψογο σκορ και το… χρυσό μετάλλιο.
Όσο για την ίδια την ιστορία, τα εργαλεία αφήγησης και το σενάριο, το Shadow of the Beast βάζει όχι μία, αλλά δύο τρικλοποδιές στον εαυτό του. Πρώτον, διασκορπισμένα σε μυστικά σημεία κάθε πίστας, υπάρχουν κάποιες φωτεινές μπάλες που αν τις αποκτήσετε, θα ξεκλειδώσουν μια μικρή αφήγηση, ένα μικρό κομμάτι από την ιστορία του Aarbron, ώστε να καταλάβουμε τέλος πάντων γιατί γίνεται αυτός ο χαμός στην οθόνη μας. Λάθος #1: για να αποκτήσεις τη μπάλα που βλέπεις μπροστά σου (αν τη βρεις) πρέπει να την χτυπήσεις με μια ειδική «επίθεση αγκαθιών», η οποία έχει περιορισμένες χρήσεις. Κοινώς, είναι πιθανό να βρεις τη μπάλα και… να μην μπορείς να την αποκτήσεις, επειδή έτυχε πιο πριν να χρησιμοποιήσεις την επίθεση σε μια μάχη. Λάθος #2: το απόσπασμα αφήγησης ξεκλειδώνει κάπου πίσω στο βασικό μενού (για να την δεις πρέπει να την ψάξεις αφού τελειώσεις την πίστα), ενώ αν δεν έχεις βρει τα προηγούμενα στοιχεία, η ιστορία απλά μένει κομματιασμένη.
Ο δεύτερος μηχανισμός αφήγησης είναι οι διάλογοι με άλλα πλάσματα που συναντάς, οι οποίοι όμως είναι ακαταλαβίστικοι: οι υπότιτλοι που εμφανίζονται είναι σύμβολα και ιερογλυφικά, οπότε απλά δεν καταλαβαίνεις τι σου λένε. Θα πρέπει να ξεκλειδώσεις από το βασικό μενού αναβαθμίσεων (το οποίο δεν είναι προσβάσιμο όσο είσαι σε μια πίστα) την ικανότητα επικοινωνίας, ενώ υπάρχουν συνολικά πέντε διαφορετικές γλώσσες. Τα upgrades αυτά είναι μάλιστα και από τα πιο ακριβά (χρειάζονται 2.000.000 πόντους έκαστο), θα πρέπει δηλαδή να μην επενδύσεις πόντους σε αναβαθμίσεις επιθέσεων και όπλων, αλλά να ξεκλειδώσεις την ικανότητα επικοινωνίας και μετά να ξαναπαίξεις την πίστα για να δεις τι έλεγε στο σημείο εκεί ο συνομιλητής σου. Σημειώστε ότι και στην τελική σκηνή υπάρχει ένας σημαντικός διάλογος με τον Μεγάλο Κακό (που ακολουθείται και από μια απόφαση που πρέπει να κάνεις), όπου απλά θα πρέπει να μαντέψεις το νόημα από τα συμφραζόμενα. Σίγουρα θα σκεφτήκαν ότι είναι ωραία ιδέα να παίξεις ξανά τις ίδιες πίστες για να ξεκλειδώσεις κρυφά πράγματα, αλλά τα αφηγηματικά, βασικά στοιχεία της ιστορίας, δεν θα έπρεπε να είναι μέσα σε αυτά.
Multiplayer δεν υπάρχει στο Shadow of the Beast, παρά μόνο σε μια έμμεση, ασύγχρονη μορφή που θυμίζει λίγο Dark Souls. Στα σημεία που έχει σκοτωθεί ένας άλλος παίκτης, μπορείς να κάνεις μια επιλογή αλληλεπίδρασης: να στείλεις ένα δώρο στον παίκτη (ένα ελιξίριο, μια έξτρα ζωή δηλαδή) ή να κατακρεουργήσεις το σώμα του σε ένα QTE με έξαλλο πάτημα κουμπιών (και να κερδίσεις μια shadowstone που φέρνει μια σκιά να βοηθήσει στη μάχη). Εκτός αυτού, μπορείς να κοντράρεις άλλους παίκτες για να κερδίσεις το σκορ ή τον χρόνο που έχουν κάνει σε μια πίστα: υπάρχει ένα feed στο πλάι που ενημερώνει διαρκώς για τις επιδόσεις των παικτών, τα δώρα που στέλνουν, κ.λπ.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Heavy Spectrum φέρθηκε με σεβασμό στο αρχικό παιχνίδι: αυτό φαίνεται από την αρχή κιόλας, όπου η πρώτη πίστα θυμίζει έντονα την πρώτη πίστα του παλιού Beast, αλλά και από τις δεκάδες έξτρα λειτουργίες που μπορούμε να ξεκλειδώσουμε με τους πόντους που μαζεύουμε στις πίστες. Μπορείτε να ξεκλειδώσετε τη μουσική του παλιού παιχνιδιού, διάφορα εικαστικά σχέδια, ακόμα και το παλιό Beast για να το παίξετε μέσω emulation. Σημαντικό παράπτωμα του παιχνιδιού είναι η διάρκεια: μέσα σε τέσσερις το πολύ ώρες θα έχετε τερματίσει τη βασική ιστορία (η οποία οδηγεί σε μια πολύ… περίεργη τελική μάχη που θυμίζει άλλο παιχνίδι, αλλά και σε ένα απογοητευτικό φινάλε). Θεωρητικά από εκεί και μετά αρχίζετε να κυνηγάτε καλύτερα σκορ, να κοντράρετε τις βαθμολογίες των φίλων, να ξεκλειδώνετε εξτρά λειτουργίες ή και να παίζετε πάλι σε δυσκολότερα επίπεδα (τα οποία επεκτείνουν ελαφρώς τον τερματισμό και το φινάλε της ιστορίας). Παρόλα αυτά, αν δεν είστε completionist ή αν δεν σας νοιάζει και πολύ να παίζετε τις ίδιες πίστες για να μαζέψετε περισσότερους πόντους, θα έχετε ξεμπερδέψει με το Shadow of the Beast πολύ γρήγορα. Eυτυχώς η τιμή του (15 EUR) κινείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, οπότε εσείς οι πιοι «παλιοί» δεν έχετε να χάσετε και πολλά…ειδικά αν κάποια περίεργη δύναμη νοσταλγίας σκιρτά μέσα σας όταν ακούτε αυτό το διαολεμένο soundtrack!
The Good
- Ο παράγοντας νοσταλγίας
The Bad
- Σύντομη διάρκεια, προβληματικοί μηχανισμοί
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ