To πρώτο Homefront κυκλοφόρησε το 2011 και ήταν μία αρκετά ενδιαφέρουσα και αξιόλογη προσπάθεια στον χώρο των first-person shooters. O κόσμος του Homefront θυμίζει κάτι από το (όχι και τόσο γνωστό) φιλμ Red Dawn και διαδραματίζεται στο κοντινό μέλλον με το story να παρουσιάζει την υποδούλωση των Η.Π.Α στον στρατό της Κορέας (στο σύμπαν του Homefront Βόρεια Κορέα και Νότια Κορέα ενώνονται υπό την ηγεσία του “υπέρτατου ηγέτη”… Kim Jong-Un). Με τις μεγαλύτερες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών να παραδίδονται η μία μετά την άλλη στο χάος που επιφέρει η κορεατική εισβολή (Kim approves), δημιουργούνται οι πρώτες αμερικανικές αντιστασιακές δυνάμεις που θα επιχειρήσουν να αποκρούσουν τους εισβολείς, σε μία άνιση μάχη που θυμίζει την κλασική αναμέτρηση του Δαβίδ ενάντια στον Γολιάθ. To The Revolution (που είναι μάλλον περισσότερο πνευματικός διάδοχος παρά sequel) εξελίσσεται στον ίδιο κόσμο και πρόκειται για ένα project που για να ολοκληρωθεί πέρασε δια πυρός και σιδήρου, καθώς ανήκε στην THQ μετά πέρασε στα χέρια της Crytek (η οποία ως γνωστόν μας άφησε… χρόνους) μέχρι ώσπου να καταλήξει στην Deep Silver και στην εταιρεία ανάπτυξης Dambuster Studios. Για να δούμε εάν άξιζε τελικά η αναμονή τόσων χρόνων…
Children of the Revolution…
Tα γεγονότα του Homefront – The Revolution λαμβάνουν χώρα το 2029 στην πόλη της Φιλαδέλφεια (ή μάλλον καλύτερα σε ότι έχει απομείνει από αυτή)… Οι Η.Π.Α όπως τις γνωρίζουμε έχουν πάψει να υφίστανται και μία νέα εφιαλτική εποχή έχει ανατείλει στην πάλαι ποτέ κραταιά υπερδύναμη του πλανήτη. Oι δυνάμεις του στρατού της Κορέας KPA, μαζί με τους δοσίλογους Αμερικανούς συνεργάτες τους συνθλίβουν κάθε έννοια ελευθερίας με τα εξελιγμένα κορεατικά drones να καταδιώκουν ανελέητα τους “υπόπτους” και τις εκτελέσεις των αντιφρονούντων να αποτελούν “καθημερινότητα”. Σε αυτόν τον κατεστραμμένο και εξαθλιωμένο κόσμο ο ήρωας Ethan Brady καλείται να τα βγάλει πέρα, βασιζόμενος στους συντρόφους του και εφαρμόζοντας τακτικές ανταρτοπολέμου, σε μία προσπάθεια να ανάψει την φλόγα της επανάστασης... Αν και το story σε γενικές γραμμές δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτότυπο, καθώς το θέμα της Αμερικής στο ρόλο του αδυνάτου έχει παίξει πολύ στο παρελθόν, ωστόσο είναι πλούσιο και έχει ορισμένες αρκετά ενδιαφέρουσες στιγμές (αν και ίσως να χρειαζόταν περισσότερη εμβάθυνση τόσο στο σεναριακό background όσο και στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων), με την κινηματογραφική ατμόσφαιρα να αποτελεί το πιο δυναμικό συστατικό του παιχνιδιού.
Εν αντιθέσει με το πρώτο game της σειράς, που αποτέλεσε ένα 100% linear first-person shooter, εδώ τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά, καθώς έχουμε να κάνουμε με μία πιο καθαρόαιμη open-world φιλοσοφία. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά του παιχνιδιού καθίσταται σαφές ότι στόχος των developers ήταν να μεταδώσουν στον παίκτη ένα μεγαλύτερο αίσθημα ελευθερίας, έτσι ώστε να εκείνος που θα χαράξει εκείνος την πορεία του. Οι δημιουργοί του Homefront: The Revolution σκέφτηκαν την εισαγωγή των διαφορετικών ζωνών-districts, σε μία προσπάθεια να εμπλουτίσουν και να ενδυναμώσουν τον στρατηγικό και tactical χαρακτήρα του Homefront: The Revolution.
Έτσι λοιπόν στην αρκετά μεγάλη έκταση που καλύπτει ο κόσμος του παιχνιδιού: η κόκκινη ζώνη είναι η περιοχή όπου η παρουσία των αντιστασιακών δυνάμεων είναι εντονότερη και όπου οι δυνάμεις του KPA έχουν σχεδόν ισοπεδώσει από τους συνεχιζόμενους βομβαρδισμούς, στην κίτρινη περιοχή ζει το μεγαλύτερο μέρος του εξαθλιωμένου πληθυσμού που προσπαθεί να επιβιώσει από την έλλειψη βασικών αγαθών, αλλά και από τον ασφυκτικό έλεγχο των δυνάμεων κατοχής, ενώ τέλος η πράσινη ζώνη είναι η περιοχή που αποτελεί την “καρδιά” των κορεατικών δυνάμεων, καθώς εκεί βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα στρατεύματα και τα κτίρια που απαρτίζουν την επιχειρησιακή δομή του κορεατικού στρατού (κοινώς εάν πλησιάσετε προς τα εκεί καλό είναι πρώτα να έχετε υπογράψει τη διαθήκη σας). Οι τρεις διακριτές περιοχές προσθέτουν έναν τόνο διαφορετικότητας στον κόσμο του παιχνιδιού και σίγουρα συμβάλλουν στην καλύτερη χάραξη στρατηγικής και στην αύξηση του επιπέδου πρόκλησης και σίγουρα η ενδελεχής εξερεύνηση τους μπορεί να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον για μεγάλο χρονικό διάστημα, με την πόλη που διαδραματίζονται τα πολεμικά γεγονότα του Homefront να διακρίνεται για την πολυποίκιλο χαρακτήρα και τη ζωντάνια της.
Ως γνήσιο FPS, στο μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού αναλώνεστε σε εκρηκτικά gunfights που ξεχωρίζουν για τον γρήγορο ρυθμό τους και την ένταση που σίγουρα απολαμβάνεις. Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι ενώ περιμέναμε μία πιο βαθιά και εγκεφαλική εμπειρία παιχνιδιού (το concept του σχεδόν άοπλου “survivor” αντάρτη τονίζεται αλλά δυστυχώς δεν “αποτυπώνεται” στο gameplay) στην ουσία το παιχνίδι μετατρέπεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε ένα τυπικό run ‘n gun shooter (που σίγουρα για κάποιους gamers έχει τα θετικά και τα αρνητικά του).
Πέραν όμως των shooting μηχανισμών που σε γενικές γραμμές στέκονται καλά, υπάρχει και η δυνατότητα για stealth παιχνίδι που όπως διαπιστώσαμε βασίζεται σε μία εντελώς basic και απλοϊκή προσέγγιση, η οποία μάλιστα δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις ο gamer να μην έχει άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιήσει τα όπλα του παρά να βασιστεί σε stealth τακτικές. To σημαντικότερο πρόβλημα με το stealth παιχνίδι έχει να κάνει με την έλλειψη ισορροπίας και την κακή A.I. των αντιπάλων (για την οποία θα μιλήσουμε και στη συνέχεια). Έτσι λοιπόν, ο ρόλος του stealth είναι μάλλον περισσότερο “διακοσμητικός” στη συνολική εμπειρία που προσφέρει το παιχνίδι και μοιραία υποβαθμίζεται λόγω του μη λειτουργικού του χαρακτήρα.
Πιάσε τη Molotov!
Όπως αναφέραμε, το Homefront – The Revolution πρόκειται για ένα open-world shooter, αυτό σημαίνει ότι ο παίκτης καθορίζει τα objectives που θα ακολουθήσει, τα οποία δύσκολα διαφοροποιούνται από το μέσο όρο και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι της μορφής: «πήγαινε στο Χ σημείο, βγάλε νοκ-άουτ τους εχθρούς και κάνε την Ψ ενέργεια (παίρνοντας κάποιο αντικείμενο). Το μοντέλο που ακολουθείται είναι ναι μεν λειτουργικό, αλλά υπάρχει πολλές φορές η αίσθηση ότι κάπου τα mission objectives χάνονται στη μετάφραση.
Επίσης, ένα στοιχείο που αναμφίβολα αποτελεί δομικό συστατικό του gameplay και σίγουρα προσθέτει μία νότα διαφοροποίησης από την πλειονότητα των first-person shooters έχει να κάνει με την δυνατότητα crafting μίας σειράς αντικειμένων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην μάχη ενάντια στις δυνάμεις του KPA. Το πεδίο της μάχης είναι διάσπαρτο με αντικείμενα, τα οποία φαινομενικά μπορεί να μοιάζουν άχρηστα και «σκουπίδια» αλλά εάν συνδυαστούν σωστά δίνουν τη δυνατότητα στον παίκτη να παρασκευάσει Molotov και άλλου είδους αυτοσχέδια όπλα που δίνουν μία νέα διάσταση στο gameplay. Αν μη τι άλλο πρόκειται για μία καλή ιδέα που δένει όμορφα με το concept του «ανταρτικού πόλης». Στα ατού του παιχνιδιού σημειώστε και το weapon customization, το οποίο σας δίνει τη δυνατότητα να παραμετροποιήσετε το όπλο σας και να του χαρίσετε έναν πιο «προσωπικό χαρακτήρα», προσαρμόζοντας το καλύτερα στο στυλ μάχης και στις ανάγκες σας.
Φτάνοντας μέχρι εδώ είναι εμφανές ότι το Homefront – The Revolution έχει πράγματα να «πει» στους περισσότερους fans των shooters, παρόλα αυτά τα προβλήματα είναι αλλού, καθώς ο τεχνικός τομέας υπάρχουν στιγμές που μοιάζει σα να έχει δεχθεί… βόμβα Molotov. Τα προβλήματα εκεί είναι πολλά και εστιάζονται κυρίως στην αδύναμη A.I., καθώς παρατηρήσαμε ότι οι εχθροί αδυνατούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις να ακολουθήσουν τη ροή της δράσης, ενώ η συμπεριφορά τους στο πεδίο της μάχης έμοιαζε να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο pattern χωρίς να χρησιμοποιούν το τερέν προς όφελος τους. Η ασθενική A.I. παρουσιάζεται και στους A.I.-controlled συντρόφους που μπορείτε να κάνετε recruit και οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις κάνουν του κεφαλιού τους την ώρα της μάχης και μπορεί να αποδειχθούν περισσότερο «μπελάς» παρά «χέρι βοηθείας».
Παράλληλα, αν και τα visuals είναι σαφώς πάνω από το μέσο όρο (σε ότι έχει να κάνει κυρίως με τους εξωτερικούς χώρους), ωστόσο υπάρχουν στιγμές που μοιάζουν outdated και σίγουρα το κακό Lip-synching και οι μορφές των ηρώων που πολλές φορές μοιάζουν σαν άψυχες πλαστικές μαριονέτες σίγουρα μεταφέρει μία άσχημη αίσθηση. Επίσης, ένα ζήτημα που είναι επιτακτική ανάγκη να λυθεί στο μέλλον (μέσω patches και updates) έχει να κάνει με τον μεγάλο αριθμό bugs και glitches, αλλά και του παγώματος που εμφανίζεται στο auto-save. Επίσης, προβλήματα εντοπίσαμε και στο frame-rate που εμφάνιζε συχνές αδικαιολόγητες πτώσεις, αλλά και στην μουσική επένδυση, όπου υπήρχαν περιπτώσεις όπου έμοιαζε να μην ακολουθεί τη δράση. Σε γενικές γραμμές, παρά την προσπάθεια των developers τα τεχνικά προβλήματα αποτελούν και την μεγαλύτερη “πληγή” του τίτλου…
Η επανάσταση άργησε μία μέρα…
Ολοκληρώνοντας το review μας δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στην ύπαρξη του online co-op mode με τη συμμετοχή 4 παικτών, το οποίο είναι σίγουρα μία ευχάριστη «απόδραση» από το main campaign. Οι 6 missions του co-op section είναι σίγουρα λίγες, αλλά θεωρούμε ότι σε κάποιο μελλοντικό update, ο συγκεκριμένος τομέας θα εμπλουτιστεί ακόμη περισσότερο. To δεύτερο Homefront είχε ορισμένες αρκετά έξυπνες ιδέες, όμορφο story και πλούσιο setting, αλλά και αρκετά ενδιαφέροντα gameplay mechanics (όπως το crafting και το weapon customization), ωστόσο ο προβληματικός τεχνικός τομέας δεν το αφήνει να «λάμψει» και να βγει στον αφρό. Αν και έχει τις καλές στιγμές του, καθίσταται σαφές ότι οι developers θα έπρεπε να το είχαν δουλέψει λιγάκι παραπάνω, ώστε να δώσουν στους gamers έναν πιο ολοκληρωμένο τίτλο. Ίσως ένα sequel να είναι πολύ καλύτερο, καθώς με την περίπτωση του Homefront: The Revolution η καλή πρώτη ύλη υπάρχει, η εκτέλεση είναι εκεί που μας τα χαλάει.
The Good
- Πλούσιο campaign, πανέμορφο setting, ατμόσφαιρα, crafting και weapons customization features, αντάρτικο πόλης
The Bad
- Τεχνικός τομέας και κακή A.I, "διακοσμητικό" stealth, bugs
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ