Η ταινία Warcraft έχει φάει αρκετό «ξύλο» από μεγάλη μερίδα κριτικών (και από ορισμένους σκληροπυρηνικούς παίκτες), αλλά δεν είναι και τόσο τραγική. Κάποιοι θα διαφωνήσουν: ο μέσος όρος βαθμολογιών από ΜΜΕ, όπως τις μαζεύει το metacritic είναι στο 32%… αν δείτε στο κάτω μέρος της λίστας, δύο δημοσιογράφοι έχουν αξιολογήσει την ταινία με 0%. Μηδέν. Το θέμα μας δεν είναι κάποια… σταυροφορία υπέρ μιας αδικημένης ταινίας: το Warcraft είναι στην καλύτερη περίπτωση, μια μέτρια ταινία, ίσως και ‘συμπαθητική’ για ορισμένους WoW-fans. Το θέμα μας είναι πόσο θα πρέπει να παίρνουμε υπόψη ακραίες κριτικές, πόσο θα πρέπει να επηρεαζόμαστε από τρίτους και (αντίστοιχα) πόσο εγκρατείς και οξυδερκείς πρέπει να είναι οι επαγγελματίες κριτικοί.
Λίγο η κατάρα των games που γίνονται ταινίες, λίγο το κλίμα της ‘κακιάς νέας Activision/Blizzard που τα κάνει όλα για τα λεφτά’ (λες και παλιά ήταν φιλανθρωπική οργάνωση), λίγο η υπερβολική χρήση CGI, οι αλλαγές σκηνοθέτη, ένα μέτριο τρέιλερ… όλα αυτά με είχαν προϊδεάσει πολύ αρνητικά. Ήμουν έτοιμος για έναν συνδυασμό ταινίας Dungeons & Dragons, με χάλια CGI τύπου Hobbit, ερμηνείες από το Battlefield Earth και χωρογραφίες μάχης από Ζήνα. Μεγάλος παράγοντας είναι και η ψυχολογία που έχεις όταν κάθεσαι στην πολυθρόνα της κινηματογραφικής αίθουσας. Είναι ένα συχνό φαινόμενο που σίγουρα θα έχετε κι εσείς ζήσει: πας να δεις μια ταινία που έχει εξυψωθεί τόσο πολύ, έχει δεχτεί τόσο hype και διθυραμβικές κριτικές, μιλούν όλη για αυτήν… και είναι τόσο «άπιαστη» η εικόνα που έχεις σχηματίσει που απογοητεύεσαι όταν την δεις. Αντίστοιχα, όταν έχεις ακούσει τόσα αρνητικά σχόλια κι έχεις προϊδεαστεί οτι θα δεις κάτι φριχτό και απαίσιο που θα σου χαλάσει τη διάθεση για να ζήσεις και θα θες να κουλουριαστείς σε εμβρυακή στάση μέσα σε ένα κρύο ντους και να ξεπλύνεις τα μάτια σου με νέφτι…υπάρχει η περίπτωση να σε περιμένει μια αναπάντεχα θετική έκπληξη. Τέτοια περίπτωση ήταν και η ταινία Warcraft.
Στην ταινία Warcraft λοιπόν έχουμε την πολύ βασική ιστορία του Warcraft 2, με κάποιες αλλαγές: τα orcs φεύγουν από τον κόσμο τους στον Draenor, μπαίνοντας μέσα από μια μαγική πύλη που φτιάχνει ο πανίσχυρος Gul’dan. Μόνο ένα αρχικό κύμα καταφέρνει να περάσει στον νέο κόσμο, έτσι ο σατανικός Gul’dan θα πρέπει να θυσιάσει τους ντόπιους για να τροφοδοτήσει μια νέα πύλη με την Κακιά Ενέργεια Fel, ώστε να περάσει μέσα η υπόλοιπη ορδή. Βέβαια οι κάτοικοι του κόσμου αυτού (Azeroth) δεν θα κάτσουν με σταυρωμένα χέρια και θα προβάλουν αντίσταση- παρόλο που βλέπουμε τους ανθρώπους στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τους νάνους και τα ξωτικά να περιμένουν στο παρασκήνιο. Υπάρχουν μερικές παρεκκλίσεις για να βγει το σενάριο (όπως γίνεται συχνά σε μεταφορές από κόμικ για παράδειγμα), αλλά ο πυρήνας είναι ο ίδιος.
Όχι, η διώρη ταινία δεν περιέχει όλο το lore από τα τρία Warcraft στρατηγικής, από το τεράστιο World of Warcraft (και τα πέντε expansions) και τα δεκάδες βιβλία και περιοδικά που κυκλοφορούν από το 2000. Σε μια κινηματογραφική παραγωγή πάντα υπάρχουν αλλαγές, όταν η αρχική πηγή είναι ένα βιβλίο, ένα θεατρικό, πόσο μάλλον λοιπόν όταν είναι μια τεράστια οικογένεια παιχνιδιών. Το αφηγηματικό μέσο έχει τις ιδιαιτερότητές του και πάνω σε αυτό πρέπει να πατάει το σενάριο, η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, η σκηνογραφία, η φωτογραφία, τα πάντα. Υπάρχει κάποια δυσαρέσκεια από κάποιους φανατικούς purists που φρικάρουν όταν βλέπουν παρεκκλίσεις από το ιερό ευαγγέλιο του lore, ενώ δεν είναι λίγα και τα πράγματα που ΔΕΝ είδαμε: εξαιρώντας φευγαλέες ματιές σε νάνους και ξωτικά, δεν υπάρχουν πουθενά forsaken και taurens, trolls και gnomes, δράκοι και Pandarens (για τα τελευταία δεν πειράζει που δεν είδαμε). Τι να πρωτοχωρέσει όμως; Σίγουρα αυτά όλα θα έρθουν στις επόμενες ταινίες.
Ένα σημαντικό πρόβλημα της ταινίας είναι το casting. Όταν ο Travis Fimmel στον ρόλο του Lothar, σε μια ερμηνεία που είναι ουσιαστικά πανομοιότυπη με εκείνη της σειράς Vikings, καταφέρνει να είναι ο καλύτερος ηθοποιός της ταινίας, καταλαβαίνεις ότι υπάρχει πρόβλημα. Στον πολύ σημαντικό ρόλο του Khadgar, ο Ben Schnetzer (ο ποιός;), είναι ψυχρά αδιάφορος, ο βασιλιάς Llane (Dominic Cooper) είναι απλά άχαρος και δεν πείθει καθόλου ως βασιλιάς. Ευχάριστη έκπληξη, ο Ben Foster ως αξιοπρεπής Medivh, ενώ την παράσταση σίγουρα την κλέβει ο Gul’dan. Εκτός αυτού, αν κι έχει πολλές ευκαιρίες για όμορφες στημένες σκηνές και για επικές μάχες, το Warcraft μοιάζει ημιτελές και δεν καταφέρνει να αποδώσει αξιομνημόνευτες, χορταστικές καταστάσεις. Είπαμε, δεν πρόκειται για μια ιδιαίτερα καλή ταινία και σίγουρα σε έναν non-fan δεν θα την προτείνεις ανεπιφύλακτα. Αλλά δεν είναι για να μπει και σε λίστα με τις Χειρότερες Ταινίες.
Και μετά βέβαια έχεις και τον παράγοντα του appeal προς τους gamers και ειδικότερα τους παλιούς. Και μόνο που βλέπεις το τεράστιο μπλε λόγκο της Blizzard στους τίτλους εισαγωγής να δεσπόζει σε αίθουσα κινηματογράφου, ειδικά για τους πιο ηλικιωμένους gamers, αρκεί. Προσωπικά χάρηκα αρκετά που κατάφερα να συντονιστώ με παλιούς guildmates για να δούμε όλοι μαζί την ταινία και να θυμηθούμε τα παλιά και τα χαζά PvP κυνηγητά στα Crossroads (σε μια Vanilla εποχή που δεν υπήρχε κάν το Honor System), τα άπειρα Raid Wipes από ένα σκόρπιο Frost Bolt ενός μάγου που είχε μόλις μπει, τα κωμικά περιστατικά με τα lag που δεν έβλεπες τι γινόταν γύρω σου. Με αυτά και με αυτά, την επόμενη ημέρα είχα αγοράσει και μια ανανεώση χρόνου, απλά «γιατί έτσι». Οι πραγματικοί φίλοι του Warcraft, αφού χαμηλώσουν λιγάκι τις προσδοκίες τους, θα πρέπει να βρουν νέους και παλιούς φίλους, guildmates και κόσμο που γνώρισε από αυτό το υπέροχο παιχνίδι και να δουν αυτή την ταινία. Και να ελπίσουμε φυσικά, ότι το sequel θα είναι ακόμα καλύτερο!