Παίζοντας το remake του Resident Evil 2, 21 ολόκληρα χρόνια μετά από την κυκλοφορία του πρωτότυπου τίτλου, σε κάνει να αντιληφθείς πόσο μπροστά από την εποχή τού ήταν. Ο δαιδαλώδης του χάρτης με τα shortcuts που έξυπνα ξεκλείδωναν όσο έκανες πρόοδο, θυμίζει Dark Souls σε μικρογραφία. Παράλληλα, τα διακριτά, διαφορετικά σενάρια του Leon και της Claire και η συνεχής πρόκληση του να επαναλάβεις το campaign με καλύτερο ranking το οποίο με την σειρά του θα σε αντάμειβε με ισχυρότερο όπλο, άπειρα πυρομαχικά ή ακόμα και με καινούργια modes, προσέδιδαν ένα βάθος που ελάχιστα 3rd Person Action Shooter μπορούν να ισχυριστούν ότι κατέχουν (πόσο μάλλον τα Survival Horrors).
Κατά μία έννοια λοιπόν, αυτό ακριβώς το προϊόν προσφέρει η Capcom σήμερα, με κάποιους απαραίτητους – και κάποιους όχι τόσο – νεωτερισμούς, φρεσκάροντας εν μέρει μνήμες αλλά ταυτόχρονα αφήνοντας και μια αίσθηση ότι μιλάμε για ένα ολοκαίνουργιο παιχνίδι. Φανταστείτε μια ταινία από τα τέλη του 90’ που έκανε πάταγο και την οποία ξαναγυρίζει στο παρόν το στούντιο παραγωγής που εκμεταλλεύεται τα δικαιώματα, δίνοντας την σε άλλον σεναριογράφο και σκηνοθέτη. Είναι μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση που δεν θυμίζει καθόλου τα – εξαιρετικά παρ’όλα αυτά – remakes των Crash και Spyro, τα οποία πραγμάτωσαν στην τελική, απλά ένα τεχνικό overhaul.
Ας ξεκινήσουμε με μια συνοπτική λίστα του τι μένει ίδιο: το σενάριο και η πλοκή παραμένουν ταυτόσημα σχεδόν σε απόλυτο βαθμό, το καστ είναι το ίδιο και δεν γίνονται εμβόλιμες εμφανίσεις νέων χαρακτήρων ή ενοχλητικών sidekicks, το Save system βασίζεται στην λογική των περιορισμένων Ink Ribbons και δεν υπάρχει autosave (εφόσον επιλέξετε το hardcore επίπεδο δυσκολίας), ενώ το inventory είναι σκόπιμα μικρό για να μην σας δίνει την ευκολία να οπλίζεστε σαν “αστακός” – φυσικά για να χρυσωθεί το χάπι, εδώ έχετε επιλογή να το επεκτείνετε. Κάποιες συμβάσεις όμως είναι απλά χαζές όπως π.χ. το γεγονός ότι μπαίνουν σε στοίβα τα Grenades ή τα Ammo για να πιάνουν μια θέση αλλά δεν γίνεται το ίδιο με τα Combat Knives.
Τα τέσσερα campaigns – δύο για κάθε πρωταγωνιστή – με τα ελαφρώς τροποποιημένα endings εξακολουθούν να υφίστανται, ενώ όσοι «ξεκοκκαλισουν» το κυρίως γεύμα, θα ξεκλειδώσουν τα έξτρα, mini stories των Hank και Tofu. Στο remake ευτυχώς πλέον περιλαμβάνεται και ένα βολικό challenge menu που συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να ξεκλειδώσετε άπειρα πυρομαχικά, νέα όπλα και εναλλακτικά κουστούμια ή concept art και μοντέλα για τον παραδοσιακό 3D Viewer που μας έχει συνηθίσει η Capcom. Ως είθισται άλλωστε με όλους τους τίτλους της σειράς, και το Resident Evil 2 επιβραβεύει τα πολλαπλά play through και speedruns, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Επίσης προς ανακούφιση μάλλον των περισσοτέρων και στο Remake αναλαμβάνετε για λίγο τον έλεγχο της Ada και της Sherry.
Πιάνοντας το κομμάτι των αλλαγών, πέρα από την οφθαλμοφανή αλλαγή της κάμερας από την σταθερή θέση της ανά σκηνή σε προοπτική τρίτου προσώπου, θα βρούμε αρκετές τροποποιήσεις που δικαιολογούν την πεποίθηση πως αυτό το Remake αξίζει να αντιμετωπιστεί σαν καινούργιος τίτλος. Αφήνοντας στην άκρη τον τεχνικό τομέα με τον οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω, η νέα έκδοση του Resident Evil 2 δεν μεταφέρει αυτούσιο τον χάρτη του Racoon Police Station, αλλά αλλάζει σημαντικά την χωροταξική τοποθέτηση των δωματίων, τα οποία διαφοροποιούνται μεν ριζικά αλλά μένουν και υπερβολικά οικεία/αναγνωρίσιμα. Για παράδειγμα,θα βρείτε το Jacket, αλλά και την ηλεκτρική κιθάρα του Chris στο γραφείο της ομάδας S.T.A.R.S – οι διάδρομοι παραμένουν κλειστοφοβικοί και επικίνδυνοι, ενώ το lobby και τα west/east office rooms είναι σχεδόν πιστά αντίγραφα (εμπλουτισμένα με περισσότερες λεπτομερείς φυσικά) των αρχικών.
Επιπλέον, έχουν προστεθεί συμπληρωματικοί χώροι για να δίνεται η εντύπωση ενός πιο αληθοφανούς και ρεαλιστικού περιβάλλοντος ενώ στον σχεδιασμό έχει ενσωματωθεί μια ολοκαίνουργια τοποθεσία που έχει εμβόλιμα μεν αλλά οργανικά δε, μπει μέσα στην κεντρική πλοκή. Επίσης το εισαγωγικό κομμάτι που διαδραματίζεται στους δρόμους της Racoon city φαίνεται περικομμένο, έστω και αν τελικά δεν είναι – θα καταλάβετε τι εννοούμε όταν παίξετε το παιχνίδι.
Στο γενικότερο κλίμα της ανανέωσης, οι γρίφοι έχουν σχεδιαστεί εκ νέου έχοντας κατά νου το αρχικό τους ύφος, ενώ τα quest items έχουν αναδιανεμηθεί εξολοκλήρου ώστε να μην ακολουθήσουν απλά τον μπούσουλα οι βετεράνοι. Ολική επισκευή υπέστη και το μοντέλο του Tyrant ή του Mr. X αν προτιμάτε, ο οποίος μπαίνει στα παπούτσια του Jack Baker από το Resident Evil 7. Πλέον, η παρουσία του δεν γίνεται έντονη μόνο σε συγκεκριμένα σημεία που εξυπηρετούν το σενάριο αλλά γίνεται μόνιμος διώκτης σας όταν σας αντιληφθεί και σας κυνηγά αργά αλλά σταθερά μέχρι να του ξεφύγετε (ή να μπείτε σε save room). Το γεγονός ότι Mr X. παραμένει διαρκής απειλή και σε συνδυασμό με το αγχωτικό, μουσικό θέμα που παίζει κάθε φορά που πετάγεται σαν φάντης μπαστούνι, είναι αρκετό για να ανεβάζει τους παλμούς σας κάθε φορά, σε ανησυχητικό επίπεδο.
Βελτιώσεις όμως παρουσιάζει η A.I. και στα υπόλοιπα encounters. Τα Zombies απορροφούν πολύ περισσότερo ζημιά μέχρι να πεθάνουν ολοκληρωτικά, καλύπτουν περισσότερο χώρο και κινούνται πολύ πιο απρόβλεπτα, ενώ όταν πλησιάζετε επικίνδυνα κοντά, ποτέ δεν αφήνουν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και αυτομάτως κάνουν προσπάθεια να σας αρπάξουν. Συχνά-πυκνά μάλιστα σας ακολουθούν και στα γειτονικά δωμάτια, μπουκάροντας ακόμα και από κλειστές πόρτες. Αντίστοιχα, το πλέον εμβληματικό τέρας των Resident Evil 2, ο Licker, επιστρέφει και αυτός ανανεωμένος και πιο θανατηφόρος από ποτέ: τα άλματα του είναι ακριβέστερα και αν δεν είστε ήσυχος, σας αντιλαμβάνεται στην στιγμή και σας κόβει σε κορδέλες!
Στο πως χειρίστηκε η Capcom τον τομέα του σεναρίου και της πλοκής υπάρχει μια απειροελάχιστη ένσταση από μέρους μας. Ναι, οι ερμηνείες των ηθοποιών αυτήν την φορά είναι επαγγελματικού επιπέδου και ναι, κάποια πράγματα ίσως δένουν λίγο πιο σωστά. Από την άλλη, το script που ούτως η αλλιώς, ποτέ δεν ήταν για Όσκαρ, το βρήκαμε αναίτια πετσοκομμένο και βεβιασμένο. Σημαντικό ποσοστό από τα “τότε” καλογραμμένα logs που βρίσκουν οι ήρωες in-game απουσιάζει και κάποια πράγματα μένουν ανεξήγητα. Συνολικά βρήκαμε ότι το πρωτότυπο είχε καλύτερο δέσιμο και αφήγηση σε σύγκριση με το Remake – φυσικά αυτό το γεγονός δεν θα επηρεάσει καθόλου όσους δεν έχουν παίξει το original παιχνίδι.
Επιστρέφοντας στα θετικά, το Resident Evil 2 δείχνει φανταστικό! Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τον φωτισμό και τις σκιάσεις που προσδίδουν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Το παιχνίδι δείχνει πολύ πιο σκοτεινό σε σχέση με το αντίστοιχο του PSX, το οποίο δεδομένου του genre μόνο προς όφελος της συνολικής παρουσίασης αποβαίνει. Τα facial animations, όρος σχεδόν ανύπαρκτος το 1998, είναι υψηλής ποιότητας και χαρίζουν στον τίτλο περισσότερη κινηματογραφική αίσθηση, ιδιαίτερα εν μέσω των cutscenes. Φανταστική δουλειά έχει γίνει στην ανατομία των Zombies, σε βαθμό… gorefest, αφού είναι ορατή και η παραμικρή λεπτομέρεια σε μυϊκούς ιστούς και λοιπά εντόσθια.
Κάτι που μάλλον είναι αυτονόητο για τέτοια παραγωγή αλλά θεωρούμε ότι πρέπει να αναφέρουμε, είναι το γεγονός ότι όλος ο κόσμος του παιχνιδιού streamάρει ομαλά, χωρίς ενδιάμεσες οθόνες φορτώματος. Το μοναδικό στραβοπάτημα στον τεχνικό τομέα βρίσκεται στα σποραδικά frame rate spike lags που δημιουργούνται σε μερικές περιοχές. Αυτό το πρόβλημα πάντως συμβαίνει μόνο στις απλές εκδόσεις των Xbox One και PS4, οπότε δεν είναι κάτι που θα χρειαστεί να το αντιμετωπίσουν όλοι. Κάποια μικροπροβλήματα clipping όπου κεφάλια και λοιπά μέλη των Zombies χάνονται μέσα σε τοίχους, θα μπορούσαν επίσης να έχουν εξαλειφθεί.
Στον ήχο, το Resident Evil 2 δίνει ρέστα, ειδικά για όσους τυχερούς παίζουν με καλό ζευγάρι ακουστικών. Κάθε ηχητικό εφέ, είτε αφορά κραυγή/ρόγχο από τέρας είτε βήματα/φασαρία περιβάλλοντος, έχει το σωστό βάθος, τον στόμφο και την δυναμική που χρειάζεται. Το αποτέλεσμα είναι να αποτυπώνεται σε υπέρμετρο βαθμό η ένταση της φρίκης αυτού του νεκρό-ζωντανού κόσμου. Η μουσική αν και έχει έναν πιο συντηρητικό και χαμηλών τόνων χαρακτήρα, όταν μπαίνει στην σκηνή “μπαίνει για τα καλά”. Πραγματικά εξαιρετική δουλειά.
Συνοψίζοντας, το Remake του Resident Evil 2 κρίνεται σαν απόλυτη επιτυχία. Με χειρουργική ακρίβεια αφαίρεσε τα σχεδόν unplayable χαρακτηριστικά του παιχνιδιού (βλ. Tank controls, fixed camera) και έδωσε έναν φρέσκο αέρα αλλαγής σε έναν τίτλο-σημαία για την Capcom. Το σημαντικότερο είναι ότι 21 χρόνια μετά, παραμένει ένα από τα καλύτερα Survival Horrors που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ και αυτό το κατατάσσει καλή πρόταση για όλους και όχι μόνο για τους βετεράνους της σειράς.
Ανάπτυξη: Capcom R&D Division 1 Έκδοση: Capcom Διάθεση: CD Media
The Good
- Ατμόσφαιρα . Πιστό στον πνεύμα του πρωτότυπου . Βoss fights . Εξαιρετικός τεχνικός τομέας
The Bad
- Περιστασιακά frame drops στις vanilla εκδόσεις των κονσολών . Κάποιες περικοπές στην ιστορία . Aφηγηματικά υστερεί σε σχέση με την έκδοση του PSX
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ