H νοσταλγία είναι πάντοτε ένα ισχυρό όπλο στα χέρια κάθε δημιουργού, καθώς τα νοσταλγικά vibes αν μη τι άλλο ξυπνούν αναμνήσεις και κινητοποιούν τις ευαίσθητες χορδές του κοινού στο οποίο απευθύνονται. Το ζήτημα βέβαια είναι κατά πόσο αυτού του τύπου η «επιστροφή στα παλιά» συνοδεύεται και με τον απαραίτητο σεβασμό στο… original, αλλά και την κατάλληλη μεταφορά στο «σήμερα», καθώς σε αντίθετη περίπτωση το αποτέλεσμα ενδέχεται να παραπέμπει σε καρικατούρα.
Το UFO Robot Grendizer: The Feast of the Wolves αποτελεί ένα game, το οποίο αν μη τι άλλο για το ηλικιακό group 35-45 θα τους ταξιδέψει αρκετά χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στην θρυλική εποχή του video club και της βιντεοκασέτας. Όλο και κάπου θα είχε πέσει στην αντίληψη σας ο Δούκας Φλίντ (ω ναι ήταν… μεταγλωττισμένο), ο οποίος με το ρομπότ του Grendizer προστάτευε τον πλανήτη μας από τις ορδές των κατακτητών εξωγήινων Vega. Το Grendizer της TOEI Animation αποτέλεσε ένα από τα πιο δημοφιλή anime των 70s και μπορεί να μην απέκτησε ποτέ τη δημοφιλία άλλων γνωστών franchises, ωστόσο σίγουρα κάπου εξακολουθεί και «ζει» στις αναμνήσεις και στις καρδιές των παιδιών που μεγάλωσαν στα 80s – 90s.
Αν και παρατηρείται μια ευρύτερη «απομύζηση» σε animated παραγωγές, ταινίες και σειρές του παρελθόντος, μέχρι πρότινος ο κόσμος του Duke Fleed κάπου είχε διαφύγει της προσοχής των game developers, καθώς χρειάστηκε να περάσουν κοντά στα 50 χρόνια (!) για να δούμε ένα game που να είναι εμπνευσμένο από τις περιπέτειες του Duke. Ακολουθώντας πιστά το source material σε επίπεδο σεναρίου, το παιχνίδι ξεκινάει με την επίθεση των Vega στον πλανήτη Fleed. Χωρίς πολλά πολλά, μέσα στα πρώτα 15 λεπτά μαθαίνουμε τα πάντα για το τι συμβαίνει στον κόσμο του Duke Fleed (ή πρίγκιπα Daisuke), όπου η εξωγήινη φυλή των Vega εισβάλλει σε πλανήτες τους γαλαξία μας για να τους υποδουλώσει και να εκμεταλλευθεί τους φυσικούς πόρους τους. Η μόνη ελπίδα για τον πλανήτη είναι το εξελιγμένο ρομπότ Grendizer, ένα υπερόπλο που οι ίδιοι οι Vega θεωρούν ύψιστη απειλή και επιθυμούν να το αιχμαλωτίσουν. Ωστόσο, ακόμη και το Grendizer δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις ορδές των Vega και έτσι ο πλανήτης πέφτει στα χέρια των Vega σχεδόν αμαχητί. Όλα μοιάζουν να έχουν χαθεί, όμως ο Daisuke καταφέρνει στο και πέντε να δραπετεύσει και να φτάσει στη Γη. Δύο χρόνια αργότερα, οι Vega βάζουν στο μάτι και τον πλανήτη μας και το ρομπότ Grendizer είναι το μόνο που μπορεί να τους σταθεί… εμπόδιο. Η Γη δέχεται επίθεση και ο Daisuke θα κάνει τα πάντα, έτσι ώστε ο πλανήτης μας να μην έχει την ίδια «τύχη» με τον δικό του…
Χωρίς αμφιβολία, το Feast of the Wolves διαθέτει ένα story και έναν τρόπο παρουσίασης που σίγουρα θα ξυπνήσει νοσταλγικά vibes στους φανατικούς φίλους των anime των εμβληματικών 70s, παρά το γεγονός ότι είναι full στα σεναριακά κενά (για κάποιο λόγο εμφανίζεται ο πατέρας του Daisuke στη Γη ως επικεφαλής των γήινων διαστημικών δυνάμεων και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το πως έχει συμβεί αυτό). Προχωρώντας στα του gameplay, από τα πρώτα κιόλας λεπτά δεν θα αργήσετε να συνειδητοποιήσετε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα game που βρίθει από old-school στοιχεία όχι μόνο στη παρουσίαση, αλλά και στο gameplay. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, εφόσον τα πράγματα λειτουργούν, καθώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα που τίτλοι είναι fun και εξυπηρετούν το σκοπό τους, χωρίς να είναι απαραιτήτως πολύπλοκοι. Έτσι λοιπόν, το gameplay στον τίτλο της Endroad θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εντελώς “basic”, σε σημείο που θυμίζει εποχές PlayStation 2! Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι είναι αρκετά διασκεδαστικό, με το melee combat του να συνδυάζει combos, special moves και μπόλικο dodging. Στα διάφορα maps του παιχνιδιού επικρατεί μια ψευδό-Open world αίσθηση, αλλά στην πραγματικότητα είναι linear, καθώς υπάρχουν συγκεκριμένα tasks και Missions objectives που θα πρέπει να φέρετε εις πέρας, αλλά και πολλά power ups που θα σας βοηθήσουν για να ενδυναμώσετε το ρομπότ σας. Φυσικά, ως είθισται στους τίτλους αυτού του τύπου, το ρομπότ Grendizer πρόκειται να εμπλακεί σε δεκάδες μάχες με boss fights, τα οποία αν μη τι άλλο αυξάνουν το επίπεδο της πρόκλησης, σε σύγκριση με τους μάλλον αδιάφορους συμβατικούς εχθρούς που θα επιχειρήσουν να σας σταματήσουν και να σας φράξουν το δρόμο.
Αν και στη βάση του πρόκειται για ένα μάλλον απλοϊκό beat ‘em up game με έντονο το στοιχείο του arcade, υπάρχουν και λιγοστά ψήγματα από RPG, σε ότι έχει να κάνει με το upgrade του ρομποτικού πρωταγωνιστή, ενώ δεν λείπουν και κάποια on-rail shoot ‘em up mini-games, όπου ελέγχετε την δεύτερη μορφή του Grendizer που είναι ένας ιπτάμενος δίσκος που θυμίζει… καβούκι χελώνας. Σε γενικές γραμμές, o τίτλος της Microids διαθέτει μια πιο «low-end» και «indie αισθητική», πράγμα που σημαίνει ότι όσοι αναζητούν μια «αψεγάδιαστη» εμπειρία παιχνιδιού, μάλλον θα πρέπει να στρέψουν αλλού τη προσοχή τους. Δυστυχώς, παρά τις αγαθές προθέσεις των developers, το UFO Robot Grendizer: The Feast of the Wolves μοιάζει σε τεχνικό επίπεδο να είναι κολλημένο στο παρελθόν, αδυνατώντας να σταθεί αποτελεσματικά στο «σήμερα», παρά την ενδιαφέρουσα anime αισθητική.
Συγκεκριμένα, αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι το παιχνίδι «μαστίζεται» έντονα από screen tearing και διαρκή pop-ins. Παράλληλα, η κάμερα σε πολλές περιπτώσεις είναι αλλού για αλλού, επηρεάζοντας με αρνητικό τρόπο της εξέλιξης μιας μάχης, ενώ παρόλο που οι παίκτες έχουν στα χέρια τους ένα ρομπότ που στο μέγεθος πολυκατοικίας, το Grendizer αδυνατεί να προσπεράσει μικρότερα εμπόδια σε μέγεθος, με τo collision detection ουσιαστικά να μην υπάρχει καν και σε πολλές περιπτώσεις το ρομπότ περνάει μέσα από… αντικείμενα σαν το κάσπερ το φαντασματάκι. Το δε frame rate, ενώ θα περιμέναμε ότι θα ρέπει να ήταν ΟΚ καθώς δεν πρόκειται για κάποιον απαιτητικό τίτλο, παρόλα αυτά δεν είναι λίγες οι φορές που δυστυχώς πέφτει στα τάρταρα, δείγμα του μάλλον ελλιπούς optimization. Τέλος, το ανέμπνευστο mission design καθιστά το παιχνίδι επαναλαμβανόμενο, καθώς δεν είναι λίγες οι στιγμές που θα αισθάνεστε ότι βρίσκεστε παγιδευμένοι σε ένα διαρκές βαρετό gameplay loop.
Ολοκληρώνοντας το review μας πάνω στο UFO Grendizer: The Feast of the Wolves καταλήγουμε ότι πρόκειται για μια καλή προσπάθεια, η οποία όμως φέρει όλες τις «ασθένειες» ενός low-budget τίτλου. Η αγάπη προς τη νοσταλγία στα ιαπωνικά anime των 70s είναι σίγουρα ένα μεγάλο plus, όμως στη βάση της η εμπειρία που προσφέρει είναι εντελώς ρηχή και με ένα πλήθος από τεχνικά προβλήματα που το κάνουν να μοιάζει ένας τίτλος που έπρεπε να είχε κυκλοφορήσει δέκα χρόνια πριν. Συστήνεται μόνο σε όσους υπήρξαν fans του anime αλλά και σε όσους επιθυμούν ένα mindless fighting game για να «ξεσπάσουν» ύστερα από μια απαιτητική μέρα στη δουλειά ή στη σχολική αίθουσα.
Ανάπτυξη: Endroad Έκδοση: Microids Διάθεση: Enarxis Dynamic Media
The Good
- Anime αισθητική και ατμόσφαιρα . Πίστο στο original . Άρωμα νοσταλγίας . Basic αλλά διασκεδαστικό combat
The Bad
- Επαναλαμβανόμενο gameplay . Screen tearing και pop-ins . Κακό mission design . Bugs & glitches . Κάμερα . Frame drops . Κενά στο story
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ