To 2019 που κυκλοφόρησε το A Plague Tale: Innocence (διαβάστε το review μας εδώ) αναμφίβολα αποτέλεσε ως η μεγαλύτερη (ευχάριστη) έκπληξη εκείνης της χρονιάς. Οι developers της Asobo Studio πραγματικά κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα μικρό διαμαντάκι (σχεδόν από το πουθενά), το οποίο κατάφερε να αποσπάσει δικαιολογημένα εξαιρετικές κριτικές από το μεγαλύτερο κομμάτι των gamers και reviewers. Το Innocence ξεχώρισε για την σκοτεινή gothic ατμόσφαιρα, το solid stealth-based gameplay, αλλά κυρίως για την ξεχωριστή σχέση ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του (Hugo και Amicia), οι οποίοι δημιουργούσαν από κοινού ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τον παίκτη. Στα παραπάνω βέβαια, δεν μπορούμε παρά να προσθέσουμε το ανυπέρβλητο αίσθημα του τρόμου που προκαλούσαν οι ορδές των αρουραίων που γέμιζαν τις οθόνες μας, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα «ενσταντανέ» του παιχνιδιού. Ύστερα από μια τόσο μεγάλη επιτυχία, το sequel ήρθε απλώς ως φυσικό επακόλουθο… Αυτό που μένει να δούμε τώρα είναι κατά πόσο το Requiem δύναται να βαδίσει στον ίδιο δρόμο της επιτυχίας και (γιατί όχι;) ένα έχει αυτή τη «σπίθα» που χρειάζεται για να ξεπεράσει τον προκάτοχο του…
Age of Innocence… part 2!
Tα γεγονότα του A Plague Tale: Requiem διαδραματίζονται έξι μήνες μετά το Innocence και φυσικά τα αδέλφια de Rune βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο του story. Η Amicia και o Hugo μαζί με την μητέρα τους, Beatrice και τον μαθητευόμενο αλχημιστή: Lucas, εξερευνούν την Provence της Νότιας Γαλλίας, μακριά από τον πόνο, τη θλίψη και το θάνατο που προκαλεί ο φρικτός Μαύρος Θάνατος στα κεντρικά της χώρας και στην Aquitaine. Τα ειδυλλιακά ηλιόλουστα λιβάδια της γαλλικής εξοχής με τα γάργαρα ποτάμια και τα γραφικά χωριουδάκια, δεν αποτελούν όμως παρά μια παραπλανητική εικόνα, καθώς η Macula, η αρχαία ασθένεια – κατάρα που εξακολουθεί να ταλανίζει τον μικρό ήρωα Hugo και η ειρήνη που τόσο πολύ επιθυμεί η οικογένεια de Rune, δεν φαίνεται ούτε καν στον ορίζοντα. Μάλιστα, στην προσπάθεια για να βρεθεί μια θεραπεία για το ταλαιπωρημένο σώμα του Hugo, οι αγαπημένοι μας ήρωες θα εμπλακούν και πάλι σε μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια, ακολουθώντας έναν δρόμο χωρίς επιστροφή και μπαίνοντας στο στόχαστρο σκοτεινών δυνάμεων που ξεπερνούν τη φαντασία. Φυσικά οι ορδές των μολυσμένων αρουραίων εμφανίζονται ξανά στο προσκήνιο, σαρώνοντας τα πάντα στο διάβα τους και φέρνοντας για μια ακόμη φορά την απόλυτη καταστροφή και τον όλεθρο. Μέσα σε αυτό το σκοτεινό σκηνικό, η ελπίδα όμως δεν έχει χαθεί και κρύβεται στα όνειρα και στα οράματα του Hugo…
Χωρίς αμφιβολία, για μια ακόμη φορά οι δημιουργοί του A Plague Tale καταφέρνουν να συνθέσουν το puzzle μιας δυναμικής αφήγησης που σε κρατάει στην τσίτα από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Παρόλο που το στοιχείο της έκπληξης δεν είναι τόσο έντονο για τους gamers που είχαν ασχοληθεί με το Innocence, oι διαρκείς σεναριακές ανατροπές δίνουν και παίρνουν, με το Requiem να διαθέτει μπόλικες από τις στιγμές που αφηγηματικά έχουν σχεδιαστεί για να κόβουν την ανάσα και να σε αφήνουν με το στόμα ανοικτό. Η δυναμική των δύο ηρώων είναι πιο ενισχυμένη από ποτέ, ισχυροποιώντας τον virtual δεσμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στον gamer και στους Hugo και Amicia.
Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι οι δημιουργοί του story αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο την εύθραυστη ψυχοσύνθεση του Hugo, ενός παιδιού που καλείται να σηκώσει όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του, αντιμετωπίζοντας με πινελιές αισιοδοξίες και με μια αγνή παιδικότητα την ζοφερή πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Η δε Amicia στη προσπάθεια της να προστατεύσει ακόμη περισσότερο τον Hugo γίνεται πιο ευάλωτη, αλλά συγχρόνως και πιο επιθετική (πράγμα που όπως θα δούμε αποτυπώνεται και στο gameplay του Requiem). Σε γενικές γραμμές, σε αφηγηματικό επίπεδο το 2ο Plague Tale πρόκειται για μια καθηλωτική εμπειρία που εγείρει συνεχώς συναισθήματα και συγκινεί (να έχετε και ένα πακέτο χαρτομάντιλα κοντά σας, μπορεί να αποβούν χρήσιμα).
Αφήνοντας το narration στην άκρη και εστιάζοντας όμως στο gameplay, εδώ οι gamers που είχαν ασχοληθεί με το Innocence εύκολα θα βρεθούν σε ένα γνώριμο περιβάλλον. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες αναβαθμίσεις, οι όποιες αποσκοπούν στο να προσθέσουν πόντους στη συνολική εμπειρία που προσφέρει το 2ο A Plague Tale, εξισορροπώντας τη σχέση ανάμεσα στο stealth και στο combat. Ειδικότερα, στο Requiem παρουσιάζεται μια μεγαλύτερη ροπή προς τη δράση σε σχέση με το πρώτο παιχνίδι της σειράς, χωρίς ωστόσο η Amicia ή ο Hugo να μεταμορφώνονται σε «φονικές μηχανές» (η stealth προσέγγιση εξακολουθεί να παίζει πρωταρχικό ρόλο). Επιπλέον, σε σύγκριση με το Innocence το Inventory system είναι πιο απλοποιημένο περιορίζοντας τα διαθέσιμα όπλα σε 4 από 10 (αλλαγή υπάρχει και στον χειρισμό έτσι ώστε να είναι πιο άμεση η επιλογή των όπλων). Η έκβαση της μάχης εξαρτάται και πάλι σε μεγάλο βαθμό από το πόσο προσεκτικά θα προσεγγίσετε με βάση το stealth τους αντιπάλους σας, καθώς θα πρέπει να εκμεταλλευτείτε όλα όσα σας δίνει το περιβάλλον για να μπορέσετε να τους επιβληθείτε, προσπερνώντας την παρουσία τους ή βγάζοντας τους νοκ άουτ.
Για παράδειγμα, μια αποδοτική τακτική είναι να εκτοξεύετε δοχεία με πίσσα και μετά να κάνετε… “φλαμπέ” τους αντιπάλους σας. Μάλιστα, μετά το chapter 5 μπορείτε να έχετε ένα crossbow, το οποίο παρόλο που δύσκολα θα βρίσκεται βέλη για να το εξοπλίσετε, παρόλα αυτά είναι βέβαιο ότι θα σας βγάλει πολλές φορές από τη δύσκολή θέση. Αναμφίβολα, η Amicia δείχνει να έχει περισσότερες λύσεις αυτή τη φορά στη φαρέτρα της, ενώ και ο Hugo από την πλευρά του δείχνει να έχει αναβαθμιστεί σημαντικά, καθώς η εξέλιξη της ασθένειας στο σώμα του, του δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τους αρουραίους ακόμη πιο αποτελεσματικά. Ειδικότερα, ο μικρός ήρωας του παιχνιδιούv είναι πιο ισχυρός αυτή τη φορά, καθώς μπορεί να δει τους εχθρούς μέσα από τοίχους ή ακόμη και να διατάξει τους αρουραίους να κατασπαράξουν τους εχθρούς σας (διευκρινίζουμε είναι ένα ability που είναι σπάνιο αλλά τέρμα… fun)!
Αξίζει να σημειωθεί ότι μια ειδοποιός διαφορά σε σύγκριση με το Innocence είναι ότι στο Requiem υπάρχει η έννοια της «δεύτερης ευκαιρίας», καθώς στο αρχικό παιχνίδι εάν τύχαινε να χτυπηθείτε από έναν εχθρό, ένα χτύπημα ήταν αρκετό για να σημάνει… game over (κάτι που σας ανάγκαζε να ξεκινήσετε και πάλι το επίπεδο). Εδώ, εάν αντιδράσετε σωστά μπορεί και να την γλιτώσετε. Σε γενικές γραμμές, το gameplay χωρίς να διαφοροποιείται από τις «stealth» και survival ρίζες του είναι περισσότερο «open», προσφέροντας μεγαλύτερο εύρος επιλογών σε σύγκριση με τον προκάτοχο του. Τα δε levels είναι μεγαλύτερα, με το Innocence να καλλιεργεί ένα linear αίσθημα στο κομμάτι του stealth, χωρίς να προωθεί μια δεύτερη λύση, εν αντιθέσει με το Requiem που υπάρχουν περισσότερες προσεγγίσεις για το πώς θα αντιμετωπίσετε μια κατάσταση. Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι επιχειρείται να δοθεί μια ώθηση στη δράση, πράγμα που αποτυπώνεται και στα crafting mechanics, καθώς η απλοποίηση τους συμβάλλει στο να ξοδεύετε λιγότερο χρόνο και να αναλώνεστε στα διάφορα menus.
Εάν βέβαια ανήκετε στους fans των puzzles που συναντούσατε στο Innocence και αναζητάτε κάτι αντίστοιχο και στο sequel του A Plague Tale με το ίδιο υψηλό επίπεδο πρόκλησης, μάλλον θα απογοητευθείτε! Στο Requiem είναι εμφανές ότι τα puzzles έχουν απλουστευθεί σκόπιμα, με το επίπεδο της δυσκολίας που προσφέρουν να έχει μειωθεί αισθητά. Αν και δεν απουσιάζουν από το πλούσιο «μενού» του gameplay, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται να σας προβληματίσουν ιδιαίτερα. Κρίνοντας με βάση τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι οι developers πήραν την απόφαση να περιορίσουν τα puzzles, έτσι ώστε να δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στην ταχύτερη ροή και εξέλιξη της δράσης. Αυτό βέβαια είναι μια απόφαση που σίγουρα δεν θα αρέσει σε όλους τους fans.
A Wonderful Grim Tale
Οι καλοδουλεμένοι μηχανισμοί του gameplay θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον σας από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, όμως δεν αποτελούν το μόνο στοιχείο για το οποίο το Requiem μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει. Φυσικά αναφερόμαστε στον τεχνικό τομέα, που σε επίπεδο visuals είναι μια οπτικοακουστική «ραψωδία» που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σας. Κι εάν το Innocence μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως εξαιρετικό στο κομμάτι των γραφικών, το Requiem είναι τρία σκαλιά πιο πάνω, εκμεταλλευόμενο πλήρως τις δυνατότητες των σύγχρονων κονσολών!
Η Asobo κατάφερε να εκτινάξει το επίπεδο των visuals στη στρατόσφαιρα, αναβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο το φυσικό περιβάλλον, τα μοντέλα των χαρακτήρων, αλλά και το animation. Αυτό το μοναδικό παιχνίδισμα ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι (που αποτελεί ουσιαστικά και το main theme του παιχνιδιού), απεικονίζεται επί της οθόνης με τρόπο αριστοτεχνικό. H εναλλαγή (ή καλύτερα η εικαστική μετάβαση) από τα γραφικά χωριουδάκια που σφύζουν από ζωή και ζεστασιά σε αδειανές γκρίζες περιοχές, σε νεκρές ζώνες που μυρίζουν θάνατο και που κατακλύζονται από τις ορδές των αρουραίων, αν μη τι άλλο συνθέτουν μια οπτική πανδαισία που κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις και σε κάνει να αισθάνεσαι στο πετσί σου την αγωνία, την απόγνωση, την αδικία αλλά και την ελπίδα που πηγάζει από τις περιπέτειες των δύο πρωταγωνιστών. Με την ατμόσφαιρα να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες που έχουμε δει σε game του είδους, δεν θα μπορούσαμε να μην εκθειάσουμε και τον σημαντικό ρόλο που παίζει ο ήχος και κυρίως το εξαιρετικό voice-acting που καλλιεργεί ένα μοναδικό αίσθημα ζωντάνιας, αλλά και το AAA soundtrack που προσθέτει πινελιές έντασης ακριβώς την ώρα που πρέπει, πλαισιώνοντας με ιδανικό τρόπο τη ροή του gameplay.
Τα παραπάνω βέβαια έρχονται με κάποιο σημαντικό «κόστος» σε ότι έχει να κάνει με το performance, καθώς το A Plague Tale: Requiem είναι αρκετά βαρύ, με αποτέλεσμα στο μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού να ακροβατεί ανάμεσα στα 30 και στα 60 fps. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις που επικρατεί ένας μικρός πανικός στην οθόνη (με χιλιάδες αρουραίους να κάνουν πάρτι στην οθόνη και τα special effects να κυριαρχούν), το framerate δυστυχώς κάνει ορατές «βουτιές» που χαλάνε κάπως την εξαιρετική εικόνα του παιχνιδιού. Παράλληλα, δεν λείπουν και ορισμένα bugs και glitches, τα οποία ωστόσο θεωρούμε ότι θα διορθωθούν με τη πάροδο του χρόνου.
Requiem για ένα όνειρο…
To A Plague Tale: Requiem αποτελεί ένα «παράδειγμα προς μίμηση» για το πώς ένα development studio, θα πρέπει να αναπτύσσει ένα «σωστό» sequel. Αν και το Requiem σε καμία περίπτωση δεν ανακαλύπτει τον τροχό και πατάει στις νόρμες του πρώτου παιχνιδιού της σειράς, παρόλα αυτά επεκτείνει ακόμη περισσότερο τον κόσμο του Innocence, προσθέτοντας παράλληλα ορισμένα επιπλέον στοιχεία που έδειχναν να λείπουν από το πρώτο game της σειράς. Αναμφίβολα, ένα “must-have game” και ένα τίτλος που άνετα μπορεί να βρεθεί στα πέντε καλύτερα games της φετινής χρονιάς… Παραφράζοντας το «Requiem για ένα όνειρο» του Αρονόφσκι στην κινηματογραφική του μορφή, το sequel του A Plague Tale πρόκειται για ένα… «ονειρεμένο Requiem»!
Ανάπτυξη: Asobo Studio Έκδοση: Focus Entertainment Διάθεση: AVE
The Good
- Ισσοροπημένο gameplay με focus στη δράση, χωρίς να χάνεται όμως το stealth-based κομμάτι . Η πιο dark ατμόσφαιρα... ever! . Visuals που κόβουν την ανάσα . Μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων σε σχέση με το αρχικό game . Οι πρωταγωνιστές Hugo και Amicia!
The Bad
- Έλλειμα από puzzles με αξιόλογο επίπεδο πρόκλησης . Performance με συχνά frame drops . Bugs και glitches
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ