Το Forspoken είναι το νέο action-RPG της Luminous Productions (αποτελεί in-house studio της Square Enix) το οποίο είναι ξεκάθαρο από τα πρώτα λεπτά ότι υποφέρει από κρίση ταυτότητας: σαφώς επηρεασμένο από το παρκούρ και τα flashy visuals των InFamous αλλά και την φόρμουλα που κρύβεται πίσω από τα open-world παιχνίδια της Ubisoft, το Forspoken είναι μια φιλόδοξη προσπάθεια όπου χάθηκε το μέτρο, η ισορροπία και δυστυχώς και η έμπνευση.
Πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, η Frey, μια νεαρή Νεοϋορκέζα κοπέλα που έχει μπλεξίματα όχι μόνο με τον νόμο αλλά και με τον υπόκοσμο. Μετά από ένα εξαιρετικά κουραστικό (αλλά ευτυχώς σύντομο) εισαγωγικό κεφάλαιο όπου εξιστορείται η άχαρη πραγματικότητα της Frey στην Νέα Υόρκη, η ηρωίδα μεταφέρεται απροσδόκητα μέσω ενός Portal σε μια άλλη διάσταση και στο βασίλειο της Athia. Συνοδός της σε αυτήν την περιπέτεια είναι ο Cuff, ένας μάγος που η ψυχή του βρίσκεται παγιδευμένη σε ένα βραχιόλι το οποίο αποκτά η Frey λίγο πριν μεταβεί στην Athia. Ο μεσαιωνικός αυτός κόσμος βασανίζεται από μια μολυσματική ασθένεια (ονόματι Break) που μεταλλάσσει κάθε ζωντανό οργανισμό σε επιθετικό, άβουλο όν – τελευταίο οχηρό των ελάχιστων επιζώντων είναι η πόλη του Cipal. Η Frey αναπόφευκτα θα βρεθεί στην άβολη κατάσταση να πρέπει να σώσει τους πάντες από τις τέσσερις Tantas, τις πάνσοφες ηγέτιδες της Athia που έχασαν τα λογικά τους λόγω αυτής της πανδημίας.
Η ιστορία είναι όσο κλισέ θα περίμενε κανείς, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται πρώτιστα στην άνιση γραφή και στο επιφανειακό καστ. Είναι απορίας άξιο πόσο κακός και εκνευριστικός χαρακτήρας είναι η Frey και πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι η κάθε ατάκα της – ειδικά η εμμονή της στο να ξεσπά με βρισιές είναι τόσο παράταιρη που γίνεται καρικατούρα. Η χημεία της με τον Cuff είναι ανύπαρκτη και νερόβραστη – προτείνουμε μετά τις πρώτες 2-3 ώρες, απλά να απενεργοποιήσετέ από το μενού Accessibility το μεταξύ τους banter αφού παρουσιάζει πολύ γρήγορα σημάδια επανάληψης και δεν προσθέτει απολύτως τίποτε στην εμπειρία.
Το όποιο lore του κόσμου παρουσιάζεται μέσω εγγράφων, ημερολογίων και σημειώσεων που ανακαλύπτει η Frey αλλά η άκομψη και τεχνικά αδιάφορη παρουσίαση απλά δεν «λειτουργεί». Ούτε ο κόσμος αλλά ούτε και οι χαρακτήρες αναπτύσσονται με επιθυμητό τρόπο στην διάρκεια των περίπου 10-15 ωρών του Campaign οπότε το μόνο πράγμα το οποίο πιθανόν θα σας κρατήσει στο Forspoken είναι το open-world περιεχόμενο.
Δυστυχώς, ο κόσμος της Athia είναι άδειος και όχι με τον τρόπο που θα θέλαμε (βλ. Elden Ring & Breath of the Wild). H όλη σχεδίαση των side-quests και τον λοιπών δραστηριοτήτων θυμίζει παλαιότερες εποχές. Πέρα από τα ανούσια fetch quests όπου η Frey ακολουθεί γάτες μέσα στο Cipal ή ταΐζει.. πρόβατα, ακόμα και τα labyrinths τα οποία είναι στην ουσία τα dungeons του τίτλου, είναι παρόμοια μεταξύ τους και τα mini bosses στο τέλος των διαδρόμων τους ελάχιστη πρόκληση προσφέρουν. Ανάμεσα στα υπόλοιπα side-quest βρίσκουμε time-events, όπου πρέπει να εξολοθρεύουμε όλους τους εχθρούς πριν λήξει ο χρόνος, μερικά μνημεία που αυξάνουν τα στατιστικά της Frey και σημεία ενδιαφέροντος όπου τραβάμε φωτογραφίες με το κινητό της Frey. Παρόλα αυτά, τα activities είναι τεράστια σε αριθμό όπως τεράστιος είναι και ο χάρτης, οπότε το Forspoken θα δικαιολογήσει τον τίτλο του time-waster αν αυτά τα παιχνίδια είναι του γούστου σας.
Τουλάχιστον ο τρόπος περιήγησης, αλλά και το σύστημα μάχης λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό όπως όφειλαν. Η Frey μέσω του Cuff έχει την ικανότητα να τιθασεύσει διάφορες σχολές μαγείας που χωρίζονται πρώτιστα ως προς το στοιχείο τους και δευτερευόντως σε βοηθητικές και επιθετικές. Ατυχώς, το παιχνίδι στις πρώτες του ώρες αυτοπεριορίζεται δίνοντας πρόσβαση σε αδιάφορα (τουλάχιστον οπτικά) ξόρκια. Όσο ξεκλειδώνουν και οι υπόλοιπες σχολές μαγείας σταδιακά και το ρεπερτόριο της Frey εμπλουτίζεται, τόσο διακλαδώνονται οι επιλογές και ανθίζει η μάχη: η ποικιλομορφία των μαγικών ικανοτήτων είναι τεράστια και με ουσιαστικές διαφοροποιήσεις, ώστε η αξιοποίησή τους να προσφέρει και επιλογές σε επίπεδο τακτικής.
Εννοείται ότι κάθε τύπος τέρατος έχει την δική του ανοσία αλλά και αδυναμία σε συγκεκριμένες σχολές μαγείας – ευτυχώς, οι επιλογές στα spells μπορούν να εναλλάσσονται με άνεση μέσω των triggers του Dualsence (στις αριστερές σκανδάλες έχουν ανατεθεί τα βοηθητικά spell ενώ στις δεξιά τα επιθετικά), ενώ με τα βελάκια του Dpad αλλάζει το στοιχείο της μαγείας (π.χ. νερό, φωτιά κ.τ.λ.). To όλο σύστημα του χειρισμού σε συνδυασμό με το πλήθος των encounters που αντιμετωπίζει η Frey σε κάθε αψιμαχία, δίνει στις μάχες ένα φρενήρη, σχεδόν χορευτικό ρυθμό. Τα οπτικά εφέ δίνουν και παίρνουν σε βαθμό που δεν είναι πάντα ξεκάθαρο το τι συμβαίνει στην οθόνη και το target-lock χάνει συχνά-πυκνά τον στόχο του αλλά όχι σε βαθμό που να γίνεται ενοχλητικό.
Σωστά επίσης λειτουργεί και το κομμάτι του parkour, που επιτρέπει την Frey να κινείται με υψηλή ταχύτητα στον χάρτη. Η μηχανή του παιχνιδιού «διαβάζει» τις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος και τα όποια εμπόδια παρεμβάλλονται ανάμεσα στην Frey και αναπαράγει μια σειρά από εντυπωσιακά animations που δίνουν σωστό flow στην γρήγορη κίνηση. Επίσης, με μόνο ένα πλήκτρο η Frey πέρα από το να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις. μπορεί να σκαρφαλώσει υψηλές πλάγιες και λίγο αργότερα αποκτά και ένα μαγικό λάσο φωτιάς που της επιτρέπει να κάνει interact σε συγκεκριμένα σημεία για να ανέβει σε ακόμα ψηλότερα σημεία του χάρτη. Το μόνο παράπονο στον τομέα αυτόν είναι ότι ο χάρτης έχει εξαιρετική άτολμη σχεδίαση που δεν εκμεταλλεύεται ιδιαίτερα αυτούς τους μηχανισμούς.
Στο τεχνικό τομέα το Forspoken και αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη τα εφέ της μαγείας στην μάχη, απογοητεύει οικτρά με περιοχές χαμηλής γεωμετρίας, φαινόμενο που γίνεται ιδιαίτερα έντονο στην Cipal, στην μοναδική πόλη-hub του παιχνιδιού. Σε σημεία το παιχνίδι δείχνει σαν late-PS3 τίτλος. Επίσης δεν τρέχει και ιδιαίτερα καλά σε Quality/Ray-tracing modes επομένως το Performance mode (που και αυτό δεν πιάνει σταθερά τα 60 καρέ), είναι μάλλον μονόδρομος. Εξίσου νερόβραστη παρουσίαση έχει και ο ηχητικός τομέας, με αδύναμα οπτικά εφέ και ορχηστρικές συνθέσεις που θα μείνουν απαρατήρητες.
Συνολικά, το Forspoken είναι ένας budget τίτλος της Square Enix που μόνο το σύστημα μάχης έχει να πει πράγματα – και αυτό μόνο μετά από ένα αργό και βασανιστικό ξεκίνημα 5-6 ωρών που τραβάνε πίσω την δυναμική του. Ακόμα και έτσι, η όλη εμπειρία ξεφουσκώνει σύντομα, απόρροιά του τετριμμένου open-world σχεδιασμού και του κενού κόσμου του.
Ανάπτυξη: Luminous Έκδοση: Square Enix Διάθεση: CD Media
The Good
- Διασκεδαστική μάχη . Μεγάλη ποικιλία σε spells & abilities . Διάρκεια
The Bad
- Αχώνευτο cast και αμήχανοι διάλογοι . Τεχνικός τομέας παλαιότερης γενιάς . Αρκετά bugs . Επαναλαμβανόμενο gameplay . Αδιάφορος κόσμος . Αργό & κουραστικό ξεκίνημα
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ