Χρόνος… το μεγαλύτερο συμπαντικό μυστήριο που απασχολεί τον άνθρωπο από τη στιγμή που άρχισε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Εάν το καλοσκεφτείτε ο πολιτισμός μας άγεται και φέρεται από την ύπαρξη του χρόνου, ο οποίος μοιάζει ως τον απόλυτο ρυθμιστή των πάντων. Ο άνθρωπος παρά τα τεχνολογικά του επιτεύγματα που του επιτρέπουν να κοιτάζει ψηλά πέρα από τα στενά όρια της Γης, δεν έχει ακόμη καταφέρει (παρά τις προσπάθειες του) να ξεκλειδώσει τα μυστικά του χρόνου. Άλλωστε από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας ακολουθείται μία τελεολογική ροή των πραγμάτων, όπου το παρελθόν φτάνει στο παρόν και από εκεί στο μέλλον. Ωστόσο, εκεί που η επιστήμη δεν έχει κατορθώσει να φτάσει, έρχεται η επιστημονική φαντασία για να καλύψει το κενό, καθώς υπάρχουν αμέτρητα μυθιστορήματα, εκατοντάδες ταινίες και video games που παρουσιάζουν την έννοια του χρόνου ως κάτι το ελεγχόμενο και ευμετάβλητο, αφού στον κόσμο της φαντασίας ακόμη και το ταξίδι στο χρόνο μπορεί να μετατραπεί σε μία απτή πραγματικότητα.
Αυτό είναι και το κεντρικό θέμα του Quantum Break, του τίτλου της Remedy, μίας εταιρείας ανάπτυξης που έχει γράψει ιστορία στον κόσμο του gaming. Πολλοί το χαρακτηρίζουν ως το απόλυτο system seller για το Xbox One και σίγουρα οι περγαμηνές του είναι πολλές, καθώς για πολλά χρόνια έπαιζε δυνατά όπου και εάν εμφανιζόταν, ανεβάζοντας δικαιολογημένα το hype στα ύψη… Δικαιώνει όμως τις υψηλές προσδοκίες ή μήπως επιβεβαιώνει το σοφό λαό που αναφέρει ότι όπου ακούς για πολλά κεράσια καλό είναι να κρατάς και μικρό καλάθι; Η απάντηση στο αναλυτικό review που ακολουθεί…
Alan Wake meets Max Payne!
Ένα χαρακτηριστικό που ανέκαθεν χαρακτήριζε τους τίτλους της Remedy είναι το τρομερό story και η εκπληκτική ατμόσφαιρα τους, η οποία σε “ρουφάει” από τις πρώτες κιόλας στιγμές του παιχνιδιού και σε κρατάει κολλημένο για ώρες. Με χαρακτήρες που ο gamer μπορούσε να ταυτιστεί μαζί τους, εμφατικές σεναριακές ανατροπές και απαράμιλλα γοητευτική ατμόσφαιρα, οι τίτλοι της Remedy είχαν πάντοτε αυτό το “κάτι”, το “εναλλακτικό” στοιχείο στο story τους που τους έκανε να διαφοροποιούνται από τον ανταγωνισμό. Θυμηθείτε τα Max Payne για παράδειγμα και το πόσο εκπληκτικά έδενε η φιλμ νουάρ αισθητική με τον σκοτεινό και broken χαρακτήρα του πρωταγωνιστή Max ή τον Alan Wake που πάλευε μάταια με τους χειρότερους εφιάλτες του σε έναν τρομακτικό κόσμο που τον είχε αγκαλιάσει το σκότος.
To Quantum Break θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως η next-gen μετεξέλιξη των δύο προαναφερθέντων τίτλων, καθώς συνδυάζει πολλά στοιχεία και από τους δύο (από το Max Payne στους μηχανισμούς του gameplay και από το Alan Wake στην αφήγηση). Μάλιστα, οι πιο προσεκτικοί και fans των παιχνιδιών της Remedy θα διαπιστώσουν ότι το Quantum Break είναι διάσπαρτο με δεκάδες easter eggs του Alan Wake. Ωστόσο, για πρώτη φορά η Remedy δοκιμάζει κάτι εντελώς διαφορετικό, καθώς με το Quantum Break παντρεύει το story ενός video game με μία μίνι-σειρά (αποτελούμενη από 4 επεισόδια διάρκειας 22 λεπτών), η οποία μάλιστα διαμορφώνεται ανάλογα με την in-game πορεία και τις επιλογές του παίκτη. Η ιδέα που είχαν οι υπεύθυνοι της Remedy ουσιαστικά δίνει τη δυνατότητα στον παίκτη να γνωρίσει τον κόσμο του Quantum Break από δύο διαφορετικές πλευρές, μία ως παίκτης και μία ως θεατής, όπου στη μεν πρώτη περίπτωση βλέπουμε το πως εξελίσσεται το story από την μεριά των “καλών” της υπόθεσης και στην άλλη το ακριβώς αντίθετο. Αυτό που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι ότι o gamer με τις αποφάσεις του είναι εκείνος που διαμορφώνει την πορεία του τόσο στο παιχνίδι όσο και στη μίνι-σειρά, καθώς στο τέλος κάθε Act οι developers του παιχνιδιού έχουν προσθέσει το concept των junction points. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός ουσιαστικά θέτει τον παίκτη ενώπιον ενός “διλήμματος”, όπου ανάλογα με την επιλογή ενώνονται και τα κομμάτια του πάζλ. Αν και ο εν λόγω μηχανισμός είναι απλοϊκός στην εκτέλεση του (δεν υπάρχουν δηλαδή πολλαπλά μονοπάτια), παρόλα αυτά λειτουργεί ως ένα μέσο που χαρίζει έναν πιο interactive χαρακτήρα στο παιχνίδι .
Και επειδή το κομμάτι της αφήγησης είναι ίσως το πιο ισχυρό δομικό στοιχείο του Quantum Break αξίζει να αναφερθούμε στο σενάριο του παιχνιδιού. Όλα ξεκινούν όταν ένα βράδυ ο πρωταγωνιστής Jack Joyce μεταβαίνει στις κεντρικές εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου του Rivenport, ύστερα από πρόσκληση του επιστήθιου φίλου του Paul Serene, ο οποίος καλεί τον Jack ώστε να τον βοηθήσει σε μία… “επιστημονική επίδειξη”. Αυτό που δεν γνωρίζει ο Jack βέβαια είναι ότι ο Paul εδώ και πολύ καιρό δούλευε πάνω στην τελειοποίηση των σχεδίων μίας μηχανής του χρόνου, όπου πρώτος κατασκεύασε ο αδερφός του Jack, William. Όταν ο κεντρικός ήρωας φτάνει στους χώρους του εργαστηρίου γίνεται μάρτυρας της προσπάθειας του Paul να θέσει σε εφαρμογή τη μηχανή και τότε είναι που έρχονται τα πάνω-κάτω, καθώς από του πουθενά εμφανίζεται ο William Joyce και προσπαθεί να ματαιώσει την ενεργοποίηση της μηχανής, θεωρώντας ότι υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μία ρωγμή στο χωροχρονικό συνεχές με ολέθρια αποτελέσματα όχι μόνο για την πόλη του Rivenport αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Το ατύχημα δεν αργεί να συμβεί, με αποτέλεσμα η μηχανή να γίνει ασταθής και έτσι ο Paul και ο Jack να βομβαρδιστούν με ένα είδος “χωροχρονικής ραδιενέργειας” που τους δίνει τη δυνατότητα να ελέγχουν τον χρόνο. Όπως ακριβώς το είχε προβλέψει ο William Joyce η κατάρρευση της μηχανής διαλύει τη δομή του χωροχρόνου, δημιουργώντας ένα είδος ρωγμής που παγώνει το χρόνο για όλους τους ανθρώπους που δεν έχουν την ικανότητα ελέγχου του (ή τον σωστό εξοπλισμό). Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο η Monarch Solutions, μία εταιρεία υψηλής τεχνολογίας, που αποτελεί το “όχημα” του Paul Serene και της σκιώδους φιγούρας του Martin Hatch και η οποία επί χρόνια προετοιμάζεται για την εποχή που θα έρθει το… “τέλος του χρόνου”. Ο Jack συνειδητοποιώντας τις νέες δυνάμεις του καλείται πλέον να διορθώσει τα λάθη του παρόντος και να μετασχηματίσει το μέλλον, ταξιδεύοντας πίσω στο παρελθόν, σε μία προσπάθεια να δώσει ένα τέλος στα σχέδια της Monarch Solutions και του Paul Serene. Έχει όμως τη δύναμη να αλλάξει το μέλλον ή μήπως όλα είναι μάταια και μπλέκει σε μία αλληλουχία γεγονότων όπου επιφανειακά είναι διαφορετικά αλλά ό,τι και εάν κάνει ο ήρωας του Quantum Break το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ξανά και ξανά το ίδιο;
Όπως μπορείτε να φανταστείτε το story προσφέρει αρκετές “mind-blowing” στιγμές (όπως όλα τα ταξίδια στο χωροχρόνο άλλωστε) με αρκετές ανατροπές και “παράδοξα” που σου έρχονται από εκεί που δεν τα περιμένεις. H ύπαρξη θεωριών της κβαντικής φυσικής και του χρονικού παράδοξου του Νόβικοφ (αρχή της αυτό-συνοχής) έρχονται σε πρώτο πλάνο στην ιστορία του Quantum Break προσθέτοντας ένα ενδιαφέρον επιστημονικό επίχρισμα που στηρίζεται σε πραγματικές επιστημονικές θεωρίες που αφορούν τη δομή του χωροχρόνου, ενώ η επιλογή αρκετά γνωστών ηθοποιών στους πρωταγωνιστικούς ρόλους (Shawn Ashmore, Aidan Gillen, Dominic Monaghan κ.ά) αποτελεί δείγμα των υψηλών production values του τίτλου. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά που θα εκκινήσετε στο παιχνίδι θα καταλάβετε ότι πρόκειται για ένα “blockbuster” με όλη τη σημασία της λέξεως που σε ότι έχει να κάνει με την αφήγηση του είναι από τα καλύτερα δείγματα που έχει να επιδείξει η βιομηχανία του gaming στον συγκεκριμένο τομέα…
Time is of the essence…
Μέχρι σε αυτό το σημείο όλα καλά για το Quantum Break, ωστόσο ένας τίτλος δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στην αφήγηση και στο σενάριο του για να επιβιώσει, καθώς χρειάζεται και λειτουργικούς μηχανισμούς στο gameplay. Ο τελευταίος τίτλος της Remedy είναι ένα action-adventure με έντονο το shooter στοιχείο, το οποίο πλαισιώνεται από μία σειρά από platform environmental puzzles (συνήθως χαμηλής δυσκολίας). Στο επίκεντρο του gameplay βρίσκονται οι μοναδικές “time-bending” ικανότητες του βασικού ήρωα Jack, o οποίος δύναται να παγώνει το χρόνο και να κινείται ταχύτερα από τους αντιπάλους του (πραγματοποιώντας μάλιστα εντυπωσιακά instant kills), να δημιουργεί μία chrono-shield που τον προστατεύει από τα εχθρικά πυρά και να εξαπολύει ενεργειακές chrono bolts που εξοστρακίζουν τους αντιπάλους του. Παράλληλα, ο Jack μπορεί να χρησιμοποιεί την δυνατότητα του Time Vision, ώστε να εποπτεύει το περιβάλλον βλέποντας που βρίσκονται οι εχθροί, αλλά και να αποκαλύπτει ορισμένα στοιχεία που βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του κόσμου του παιχνιδιού (τα επίπεδα βρίθουν από κρυμμένα στοιχεία που συμπληρώνουν την ιστορία). H ύπαρξη των time-bending δυνάμεων θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως η μετεξέλιξη του μηχανισμού bullet-time που πρώτο διέδωσε το Max Payne. Η χρήση των συγκεκριμένων δυνάμεων παράγει ένα άκρως διασκεδαστικό αποτέλεσμα, που προωθεί τη δημιουργικότητα και τα γρήγορα αντανακλαστικά την ώρα της μάχης.
Επιπλέον, το Quantum Break δίνει μεγάλη έμφαση στα gunfights, με το παιχνίδι της Remedy να προσφέρει μία απολαυστική run ‘n gun εμπειρία, η οποία διακρίνεται για τον καταιγιστικό ρυθμό της (θυμίζει “μέρες” Max Payne σε αρκετά σημεία). O Jack μπορεί να επιλέξει ανάμεσα από μία μικρή ποικιλία όπλων, ενώ παράλληλα υπάρχει ένας μάλλον υποτυπώδης μηχανισμός κάλυψης. Αν και η arcade προσέγγιση που βγάζουν τα gunfights έχει και αυτή τη γοητεία της (λόγω κυρίως του καταιγιστικού ρυθμού), το κομμάτι αυτό είναι εμφανές ότι ήθελε παραπάνω δουλειά τόσο στον τομέα των cover mechanics, όσο και στον τομέα της στόχευσης, καθώς τα weapon controls δύσκολα θα ενθουσιάσουν τους πιο “ψαγμένους”. Επίσης, η απουσία των boss fights (με εξαίρεση την τελική μάχη) θα δυσαρεστήσει αρκετούς gamers που έχουν συνηθίσει στις εκπληκτικά επικές μάχες που προσφέρουν άλλοι τίτλοι του είδους. Παράλληλα, τα platform puzzles μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να είναι όμορφα στο μάτι, αλλά έχουν έναν καθαρά συμπληρωματικό ρόλο και το επίπεδο πρόκλησης που προσφέρουν είναι εξαιρετικά χαμηλό. Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονίσουμε ότι το Quantum Break σε γενικές γραμμές δεν διακρίνεται για τη “ελευθερία” που προσφέρει, καθώς δεν θα συναντήσετε κάτι non-linear στη ροή του παιχνιδιού, ενώ υπάρχουν περιορισμοί στο τι μπορεί να κάνει ο ήρωας. Ελευθερία κινήσεων και Quantum Break αποτελούν δύο έννοιες που μάλλον “χάθηκαν” στη ρωγμή του χρόνου.
Αν και ενδεχομένως ο κάπως περιορισμένος χαρακτήρας του να ξενίσει ορισμένους gamers εκεί που ο τίτλος της Remedy σε αφήνει πραγματικά άφωνο (και σε καμία περίπτωση δε γίνεται να αμφισβητηθεί) είναι στον τεχνικό τομέα. Οι “ρωγμές” – παύσεις του χρόνου δημιουργούν μία μοναδικά απόκοσμη αίσθηση, ενώ τα εκπληκτικά real-time destructible environments είναι από τα καλύτερα που έχουμε δει. Η δε εναλλαγή ανάμεσα στον πραγματικό και στον παγωμένο χρόνο, τα time-lapse και lighting effects δημιουργούν έναν ατμοσφαιρικό κόσμο που σε εκπλήσσει διαρκώς. Αναφερόμενοι στα visuals του Quantum Break δεν θα μπορούσαμε να μην εκθειάσουμε και τα εκπληκτικής ομορφιάς μοντέλα των χαρακτήρων που φανερώνουν την εκπληκτική δουλειά που έκαναν οι developers της Remedy (o ρεαλισμός στα πρόσωπα είναι όλα τα λεφτά). Ολοκληρώνοντας δεν θα μπορούσαμε να μην σταθούμε και στη μοναδική μουσική επένδυση, η οποία με τα ηλεκτρονικά tunes προσθέτει ακόμη περισσότερους πόντους στην μοναδική ατμόσφαιρα του παιχνιδιού. Τέλος, ορισμένα minor-bugs και glitches κάνουν τη εμφάνιση τους, ενώ η έκδοση για PC αντιμετώπισε πολλά τεχνικά προβλήματα, τα οποία όμως εξομαλύνθηκαν στη συνέχεια με την κυκλοφορία updates και patches.
Time is an illusion
Το Quantum Break θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως μία “ιδιαίτερη περίπτωση”, καθώς κάπου κερδίζει και κάπου… χάνει. Από τη μία έχουμε το εκπληκτικό story-telling, την μοναδικά απόκοσμη ατμόσφαιρα, τα απίθανα production values, τους λειτουργικούς time-bending μηχανισμούς, τον πρωτότυπο συνδυασμό video-game και μίνι σειράς και τον οπτικοακουστικό τομέα που δε γίνεται να μην σε αφήσει άφωνο και από την άλλη έχουμε τα puzzles που πάσχουν από έλλειψη φαντασίας, την 100% linear προσέγγιση που αφήνει ελάχιστα περιθώρια ελευθερίας στον παίκτη, αλλά και το σχεδόν μηδαμινό replayability. Αν και η ζυγαριά γέρνει υπέρ των θετικών, το Quantum Break μοιάζει σα να ήθελε λιγάκι… παραπάνω χρόνο, καθώς υπάρχουν τομείς του παιχνιδιού που θα μπορούσαν να είχαν δουλευτεί περισσότερο. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο τίτλος της Remedy αποτελεί μία ξεχωριστή “gaming εμπειρία” που σίγουρα αξίζει να την βιώσετε και παρόλο που τελικά δεν είναι το exclusive που θα εκτινάξει τις πωλήσεις του Xbox One στα ύψη, αν μη τι άλλο αποτελεί μία ποιοτική προσθήκη που αξίζει να βρίσκεται στη συλλογή σας.
The Good
- Εκπληκτικά γραφικά, story-telling υψηλού επιπέδου, time-bending μηχανισμοί, production values, ατμόσφαιρα.
The Bad
- Ανούσια puzzles, έλλειψη replayability, ελάχιστη ελευθερία, αρκετά bugs στην PC έκδοση.
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ