H σειρά Ratchet & Clank δεν είναι η παλαιότερη, καθώς εμφανίστηκε μόλις στη δεύτερη κονσόλα της Sony. Μπορεί να μην είναι η πιο σημαντική: ο χαρακτηρισμός αυτός μάλλον ανήκει στο Gran Turismo. Σίγουρα, όμως, είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές και το όνομα της συνδέεται στενά με αυτό του Playstation.
Το παιχνίδι ξεκινάει με μια μικρή εισαγωγή από cutscenes. Η ποιότητα εικόνας σε αυτά έχει υποστεί μία μικρή υποβάθμιση, ενώ η 4:3 Αναλογία Διαστάσεων (Aspect Ratio) παραμένει όπως και στις υπόλοιπες εκδόσεις. Μόλις ο έλεγχος του παιχνιδιού περάσει στα χέρια σας οι εντυπώσεις γίνονται γρήγορα θετικές. Παραπάνω από μια ντουζίνα διαφορετικοί πλανήτες, ο καθένας με τη δικιά του γραφική χροιά, έχουν περάσει αναλλοίωτοι στη φορητή σας κονσόλα και περιμένουν να τους εξερευνήσετε. Η ανάλυση μπορεί να μην είναι native, αυτό δεν αφαιρεί καθόλου όμως από το τελικό αποτέλεσμα. Το πολύ δυνατό art direction έχει παίξει και αυτό το ρόλο του στη διαχρονικότητα του οπτικού τομέα του παιχνιδιού. Υπάρχει όμως ένας αρκετά σημαντικός συμβιβασμός για να επιτευχθεί το πολύ όμορφο αυτό οπτικό αποτέλεσμα.
Αυτός είναι τα καρέ ανά δευτερόλεπτο (FPS). Σε αντίθεση τόσο με τη PS2 όσο και με τη PS3 έκδοση που βρίσκονται στα 60FPS, η Vita έκδοση είναι στα 30 με (ευτυχώς, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού) πτώσεις πιο κάτω. Δεν παύει να είναι ένας σημαντικός συμβιβασμός και σίγουρα έχει αρνητικό αντίκτυπο στο σύνολο. Η κίνηση είναι ελαφρώς πιο αργή και ασταθής και σε δυο-τρία σημεία με έντονο platforming ή με πολλούς εχθρούς τριγύρω σας ίσως να αντιμετωπίσετε πρόβλημα. Παρατηρείται, επίσης, στο πρώτο μόνο παιχνίδι ελάχιστο input lag. Δεν είναι game-breaking, σίγουρα, αλλά υπάρχει και ειδικά σε μία απότομη εναλλαγή με κάποιο άλλο παιχνίδι γίνεται έντονα αισθητό. Ευτυχώς, ποτέ δε φτάνει στο σημείο που βρίσκεται η Jak & Daxter τριλογία. Στην τριλογία εκείνη η απόκριση του παιχνιδιού στις επιλογές του παίχτη είναι τόσο κακή που ακόμα και το πιο απλό άλμα γίνεται άθλος. Τα κάκιστα FPS έχουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης εκεί.
Εκεί που τα πράγματα γίνονται όντως προβληματικά είναι με τον ήχο και πάλι στο πρώτο Ratchet & Clank. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγε κανείς πως τις μισές φορές αντιμετωπίσαμε κάποιο ηχητικό πρόβλημα. Η μουσική κόβεται και μοναδικός τρόπος να επανέλθει είναι να χάσετε. Συγκεκριμένοι ήχοι κολλάνε και μοναδικός τρόπος να σταματήσουν είναι να μπείτε σε κάποιο cutscene. Αυξομειώσεις στην ένταση ανάμεσα σε μουσική και ηχητικά εφέ… και δε μπορείτε να κάνετε τίποτα για να τις διορθώσετε. Είναι κρίμα, γιατί τόσο η μουσική όσο και τα ηχητικά εφέ του παιχνιδιού, όταν λειτουργούν σωστά, αποτελούν ένα πολύ ευχάριστο άκουσμα. Ευτυχώς, από τα άλλα δύο παιχνίδια απουσιάζουν και τα δύο αρκετά σημαντικά αυτά θέματα, το input lag και ο ήχος. Από το δεύτερο παιχνίδι και μέτα έχουμε την πρώτη διαφορά στο χειρισμό με τις άλλες εκδόσεις, ενώ προστίθεται η δυνατότητα strafing. Η κίνηση αυτή όπου προηγουμένως γινόταν με τα L2/R2 τώρα γίνεται με το πάνω δεξί μέρος του πίσω touchpad. Δεν είναι καθόλου κακός ο χειρισμός, λειτουργεί πολύ καλύτερα από ότι περίμενα, αλλά σίγουρα είναι κατώτερος του απλού κουμπιού.
Σε γενικές γραμμές, ακόμα και συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων του πρώτου παιχνιδιού, η έκδοση της τριλογίας στο Vita είναι αξιοπρεπής στο σύνολο της. Η δομή των παιχνιδιών, χωρισμένα σε ολιγόλεπτες πίστες, είναι τέτοια που τα καθιστά ιδανικά για φορητή κονσόλα. Δεν παύουν, όμως, να αποτελούν τη χειρότερη επιλογή στον τεχνικό τομέα τόσο σε σύγκριση με τα PS3 Remasters όσο και με τις αρχικές εκδόσεις. Το ερώτημα που τίθεται είναι πόσα είστε στην τελική διατεθειμένοι να θυσιάσετε για τη φορητότητα των εξαιρετικών κατά τα άλλα παιχνιδιών αυτών.