Σχεδόν 25 χρόνια έχουν περάσει από το πρώτο Resident Evil και ύστερα από μία εικοσαριά και πλέον games, μπόλικες animated σειρές, αναρίθμητα comics και manga, 6 live-action κινηματογραφικές ταινίες (με μία 7η να βρίσκεται στο στάδιο της παραγωγής) δεν χωράει αμφιβολία ότι το Resident είναι ένα «φαινόμενο» της ευρύτερης pop culture. Σε επίπεδο gaming δεν χρειάζεται να τονίσουμε ότι οι πωλήσεις του είναι αστρονομικές, αποτελώντας το all-time best-seller franchise της Capcom, με 110 εκατομμύρια πωλήσεις, δημιουργώντας μια πραγματικά τεράστια fanbase, η οποία ζει και αναπνέει για τον επόμενο τίτλο της γνωστής σειράς.
Για αυτό και ένα νέο Resident δεν μπορεί παρά να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον σύσσωμης της gaming community. Για να πάρετε μια ιδέα για τη τεράστια δυναμική του franchise της Capcom σκεφτείτε απλώς τι συνέβη με την περίπτωση της Lady Dimitrescu, της νέας εμβληματικής villain του Resident Evil Village που είχε γίνει «αστέρι» και hot topic πολύ καιρό πριν να κυκλοφορήσει το παιχνίδι, αποτελώντας και εκείνη με τη σειρά της μια τρανή απόδειξη της gaming culture και της δυναμικής του Internet, μια video game περσόνα η οποία σίγουρα θα μείνει στη μνήμη μας για… πάντα. Όμως πέραν της σαγηνευτικής Alcina, το Village είναι πολλά περισσότερα, φέροντας ένα τεράστιο «βάρος», καθώς αποτελώντας ένα direct sequel του RE7: Biohazard, αυτή τη φορά δεν είναι ο σπόρος… αλλά ο καρπός (και η φρεσκάδα του είναι εδώ το ζητούμενο)!
Village People!
To Resident Evil Village μας μεταφέρει από την Λουιζιάνα των Η.Π.Α στους χιονισμένους ορεινούς όγκους της Ρουμανίας. Ο Ethan Winters γλιτώνοντας στο παρά πέντε από τους αιμοσταγείς Bakers και σώζοντας την αγαπημένη του Mia, προσπαθεί να ξεφύγει από όλους και όλα. 3 χρόνια αργότερα το ζευγάρι έχει αποκτήσει μια κορούλα τη Rose, όμως δυστυχώς όπως όλα δείχνουν η ευτυχία τους θα έχει… σύντομη διάρκεια.
Ένα βράδυ o Chris Redfield και μια ομάδα καλά εξοπλισμένων ανδρών εισβάλλει στο σπίτι του Ethan και αφού πρώτα σκοτώσει τη Mia εξαφανίζεται προς άγνωστη κατεύθυνση, αρπάζοντας τη Rose! Ύστερα από μια αλληλουχία γεγονότων, ο Ethan για μια ακόμη φορά θα βρεθεί με την πλάτη στο τοίχο και ο δρόμος του θα τον βγάλει σε ένα μυστηριώδες χωριό που είναι βγαλμένο μέσα από τους χειρότερους εφιάλτες του! Όμως όπως λέει και ο σοφός λαός «συνηθισμένο το βουνό από τα χιόνια» και o Ethan πρόκειται να δώσει την υπέρτατη μάχη για επιβίωση για μία ακόμη φορά, έχοντας ένα και μόνο στόχο να βρει και να σώσει ότι πιο πολύτιμο έχει στον κόσμο…
Πολλά από τα σεναριακά concepts που είδαμε στο Resident Evil 7 δείχνουν να κάνουν και εδώ την εμφάνιση τους. Στον προκάτοχο του Village, το focus ήταν η αλλόκοτη και αιμοβόρα οικογένεια Baker, τώρα ο Ethan καλείται να επιβιώσει από τους Four Lords, ένα καρέ φρικιαστικών πλασμάτων που υπάρχουν για να σας βασανίζουν ανελέητα… Η περιβόητη Lady Dimitrescu με τις καταραμένες κόρες της, o Karl Heisenberg που ειδικεύεται στα βασανιστήρια και στα μηχανικά τερατουργήματα, ο «κουασιμόδος-like» Salvatore Moreau και η Donna Beneviento, η οποία λατρεύει να δημιουργεί τα ξαδελφάκια της κούκλας του σατανά. Αυτά τα πλάσματα δείχνουν να υπακούουν στην Mother Miranda και ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν και από έναν «οίκο» (περιττό ότι θα πρέπει να εξολοθρεύσετε και τους 4 για να φτάσετε στον τελικό σας στόχο), αλλά και μια αντίστοιχη περιοχή δράσης. Ακολουθώντας μια παρόμοια λογική με το Biohazard, κάθε ένα από αυτά τα πλάσματα πρόκειται να βγάλει πάνω σας όλα τα σαδομαζοχιστικά του ένστικτα και τις περισσότερες φορές θα αισθάνεστε ότι πρωταγωνιστείτε σε ένα διαρκές και αδιάκοπο κυνηγητό ανάμεσα στη γάτα και στο ποντίκι.
Τόσο ίδιο και τόσο… διαφορετικό μαζί!
Δεν θα αναφέρουμε περισσότερα βέβαια αναφορικά με το dark story, όμως οι παλαιότεροι παίκτες θα μπορέσουνε εύκολα να διακρίνουν και την αντιστοιχία με το Resident Evil 4 και το Las Plagas Incident. Αυτό που θα προσθέσουμε είναι ότι και πάλι το story κόβει την ανάσα, είναι γεμάτο σεναριακές ανατροπές, characters που καταφέρνουν να παραμείνουν για πάντα στη μνήμη, ατμόσφαιρα που τσακίζει κόκαλα και σε γενικές γραμμές αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι η Capcom σε επίπεδο σεναρίου «δίδαξε» πραγματικά τι σημαίνει ο όρος: «survival-horror».
Και ναι και πάλι θα σας σηκωθεί η τρίχα και θα τρομάξετε, μόνο που στο νέο Resident, η Capcom δείχνει να έχει ρίξει κάπως τους τόνους, σε σύγκριση με το Biohazard που δικαίως συγκαταλέγεται άνετα στα πιο τρομακτικά και διεστραμμένα games όλων των εποχών. Το Village δείχνει να έχει έναν διαφορετικό τόνο και αυτό είναι κάτι που αποτυπώνεται και στο gameplay του, καθώς ο ρυθμός τη δράσης είναι πολύ πιο γρήγορος (αυτό είναι κάτι που φαίνεται εύκολα και από τις πρώτες κιόλας στιγμές στο παιχνίδι), το combat είναι εμφανώς πιο αναβαθμισμένο, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη δυναμική των όπλων. Ουσιαστικά εδώ οι developers πήραν το αποδειγμένα πετυχημένο first-person gameplay που εισήγαγε το Biohazard και του «εμβολίασαν» με περισσότερη αδρεναλίνη και εκρηκτική δράση.
Εστιάζοντας περισσότερο στη λειτουργία του combat, καθίσταται σαφές ότι τόσο η στόχευση, όσο και το shooting έχουν υποστεί μεγάλη ανανέωση, ενώ παράλληλα είναι εμφανές ότι η κίνηση του Ethan έχει γίνει πιο γρήγορη. Στο παλμαρέ σας υπάρχουν μια σειρά από διαφορετικά εργαλεία για να αντιμετωπίσετε τις ορδές των απέθαντων που έχουν το “κακό συνήθειο” να επιτίθενται κατά κύματα προς το μέρος σας. Η μάχη ξεχειλίζει από δυναμισμό, ειδικότερα από τη στιγμή που ο Ethan καλείται να αντιμετωπίσει διαφορετικούς τύπους εχθρών που ο καθένας αντιδράσει με διαφορετικό τροπο την ώρα της μάχης. Οι δε αναμετρήσεις με τα διάφορα bosses δείχνουν να εμπίπτουν στον ίδιο κανόνα με τα υπόλοιπα Resident Evil games, καθώς η αίσθηση που αφήνουν είναι ότι δεν προσφέρουν και πολλά περιθώρια επιλογής και ελευθερίας στον παίκτη. Και ναι μπορεί να είναι διασκεδαστικό το να σε κυνηγάει η Lady Dimitrescu γύρω γύρω στους διαδρόμους του Castle Dimitrescu, όμως η αλήθεια είναι ότι τα εν λόγω boss encounters μοιάζουν περισσότερο με σεκάνς που λειτουργούν απλώς για να εντυπωσιάσουν τον παίκτη κι όχι να προσφέρουν κάτι παραπάνω στη συνολική εμπειρία του gameplay, η οποία προσεγγίζει όμως το… φανταστικό.
Ένα θετικό στοιχείο που διαπιστώσαμε είναι ότι η μάχη μπορεί να είναι αρκετά «boostαρισμένη», όμως αυτό δεν σημαίνει ότι το Village «ξεχνάει» τα survival-horror στοιχεία που το έκαναν τόσο αγαπητό σε εκατομμύρια gamers. Στις πρώτες στιγμές του παιχνιδιού, τα διαθέσιμα πολεμοφόδια και τα αντικείμενα που αποκαθιστούν το health σας βρίσκονται με περισσότερη ευκολία, ωστόσο όσο προχωράτε και βαθμιαία αυξάνει και η δυσκολία του παιχνιδιού, τόσο πιο δύσκολα θα είναι και τα items που σας κάνουν να αισθάνεστε καλύτερα. Ναι, το Resident Evil Village σε καμία περίπτωση δεν ξεχνάει τις survival-horror ρίζες του και οι developers έχουν κάνει πραγματικά εξαιρετική δουλειά στο να κρατούν τον παίκτη διαρκώς στην τσίτα, σε σημείο που πολλές φορές να μην του δίνουν τη δυνατότητα να αναπνεύσει (τηρώντας με αυτό το τρόπο την κλασική survival-horror παράδοση του τίτλου). Φυσικά και το concept του crafting δεν απουσιάζει, ενώ και ο μυστηριώδης Duke αποτελεί μια καλή λύση για να προμηθευτείτε τα αντικείμενα αυτά που θα σας είναι απαραίτητα για να επιβιώσετε και να συνεχίσετε το ταξίδι σας. Η λογική των προτεραιοτήτων δεν θα μπορούσε και πάλι να είναι διάχυτη σε ένα ακόμη game που ανήκει στη σειρά Resident Evil.
Παράλληλα, η Capcom φρόντισε στο να δώσει μεγαλύτερη ώθηση και στο στοιχείο της εξερεύνησης. Αν και το Village σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα open-world game και υπόκειται σε αρκετούς περιορισμούς, παρόλα αυτά τα περιβάλλοντα είναι μεγαλύτερα σε σχέση με το παρελθόν, ενώ παράλληλα υπάρχει το κίνητρο για περισσότερη εξερεύνηση από τη μεριά του παίκτη (με μπόλικα rewards και bonus items μάλιστα). Βέβαια, μια essence επανάληψης υπάρχει και εδώ, για αυτό σε κάποιες περιπτώσεις θα βρεθείτε να κάνετε κύκλους στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο αξίζει να αποδώσουμε τα εύσημα στους δημιουργούς για το Level design, ειδικότερα το σκοτεινό Castle Dimitrescu σε κάνει να θες να το εξερευνήσεις σπιθαμή προς σπιθαμή, από τα σκοτεινά υπόγεια και τα μπουντρούμια του μέχρι τα ανώτερα πατώματα και τον πύργο, η περιήγηση του παίκτη στους διαδρόμους του είναι μια πραγματικά αλησμόνητη «εμπειρία». Φυσικά, αρκετοί από τους μηχανισμούς του gameplay δείχνουν να διέπονται από μια old-school προσέγγιση και αυτό είναι κάτι που σου δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα. Είναι τρομερό το πώς οι δημιουργοί του Resident Evil Village έχουν κατορθώσει στο να καταστήσουν το παιχνίδι τόσο οικείο, αλλά και τόσο διαφορετικό μαζί!
Ολοκληρώνοντας το ταξίδι μας στον σκοτεινό κόσμο του Resident Evil Village δεν θα μπορούσαμε να μην σταθούμε στον εκπληκτικό τεχνικό τομέα. H RE Engine κάνει (για μια ακόμη φορά) πραγματικά θαύματα, με τόσο τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους να ξεχωρίζουν για την εντυπωσιακή λεπτομέρεια, αλλά και για τους μοναδικούς φωτισμούς. Δεν σας κρύβουμε ότι πολλές φορές θα πιάσετε τον εαυτό σας να χαζεύει ασυναίσθητα το χιονισμένο τοπίο και να ρεμβάζει παίρνοντας μια ανάσα από την διαρκή ένταση, ενώ μάλιστα και οι εσωτερικοί χώροι είναι τόσο αληθοφανείς που πραγματικά σε… στοιχειώνουν. Ο ήχος από τη μεριά του δεν θα μπορούσε παρά να συμπληρώνει το υψηλό επίπεδο των visuals, υπενθυμίζοντας τα AAA production values του τίτλου (αυτά τα πνιχτά ουρλιαχτά των Lycans συχνά θα σας ξαφνιάσουν δυσάρεστα όταν παίζετε μετά τα μεσάνυχτα).
Το μελανό σημείο εδώ έχει να κάνει ενδεχομένως με το performance, καθώς στην περίπτωση του PS5 έχουν αναφερθεί περιστατικά με σημαντικό frame dropping! Για αυτό και όπως έχει τονίσει η Capcom το performance στις μάχες μπορεί πολύ συχνά να πέφτει από τα 60 στα 45 fps, ειδικότερα σε περιπτώσεις που το HDR είναι ενεργοποιημένο. Από την πλευρά των PC, το παιχνίδι είναι αρκετά optimized τρέχοντας σε low-settings ακόμη και σε παλαιότερα συστήματα, όμως για να το απολαύσετε σε όλο το visual μεγαλείο του, καλό θα ήταν να έχετε ένα ισχυρό PC με δυνατή GPU. Παρά τα ζητήματα που προκύπτουν στο performance των κονσολών που επιχειρούν να ξεδιπλώσουν την visual μαγεία του, ο τεχνικός τομέας είναι σε γενικές γραμμές… top-notch, αν και η A.I. μάλλον είναι μονοδιάστατη φλερτάροντας μεταξύ του χαζού και του αδιάφορου. Για παράδειγμα, μπορείτε να γυρίζετε γύρω γύρω από ένα τραπεζάκι με τη Lady Dimitrescu να μην μπορεί να σας προφτάσει ούτε… σε μια αιωνιότητα η θα διαπιστώσετε τους αντιπάλους σας απλώς να “πέφτουν” πάνω στις σφαίρες σας. Ως αχίλλειος πτέρνα θα μπορούσαν να χαρκατηριστούν και τα puzzles, όπου καμιά φορά δεν απαιτούν και ιδιαίτερη σκέψη από τον παίκτη και διακρίνονται από μία πολύ απλουστευμένη λογική.
A survival-horror masterpiece!
To Resident Evil Village διαρκεί περίπου 10 με 11 ώρες, αν και το παιχνίδι προωθεί τα νέα playthroughs και μετά την ολοκλήρωση του, καθώς υπάρχουν πολλά bonus items και unlockables για να ξεκλειδώσετε. Και εάν βαρεθείτε σίγουρα το Mercenaries mode με την arcade προσέγγιση του είναι βέβαιο ότι θα γεμίσει ευχάριστα το χρόνο σας.
Χωρίς αμφιβολία, το Resident Evil Village πρόκειται για ένα masterpiece στο genre του και παρόλο που δεν φέρνει κάτι το επαναστατικό, είναι μια άκρως rewarding εμπειρία που πραγματικά θα σας κάνει να ευχαριστήσετε πολλές φορές τον «δημιουργό». Ο σπόρος τελικά που φύτεψε το 2017 η Capcom με το Resident Evil 7, απέδωσε και τελικά μεταμορφώθηκε σε έναν καρπό που ναι μεν έχει μια γνώριμη γεύση, αλλά παράλληλα χαρίζει στον “ουρανίσκο” του παίκτη την πάντοτε ξεχωριστή άισθηση της φρεσκάδας. Αδιαμφισβήτητα, ένα από τα top games του 2021 μέχρι στιγμής και μια εξαιρετική προσθήκη για την gaming library σας…
Ανάπτυξη: Capcom Έκδοση: Capcom Διάθεση: CD Media
The Good
- Survival-Horror ατμόσφαιρα που τσακίζει κόκαλα! . Horror story που δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις... λεπτό . Visuals που ρίχνουν σαγόνια! . Έμφαση στο combat και στην καταιγιστική δράση! . Δοκιμασμένοι και συγχρόνως "φρέσκοι" μηχανισμοί του gameplay . Εντυπωσιακό Optimization σε PC . ...Η Lady Dimitrescu <3
The Bad
- Α.Ι. που προσεγγίζει τη μετριότητα . Ορισμένα ζητήματα με το Performance . Οι μάχες με τα bosses έχουν το χαρακτήρα του εντυπωσιασμού . Έυκολα Puzzles χωρίς έμπνευση που "φωνάζουν" ότι θα μπορούσαν να είχαν δουλευτει περισσότερο
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ