Κάπου στις αχανείς και αφιλόξενες ερήμους της Βολιβίας. Το cartel της Santa Blanca έχει στήσει μία ακόμη μεταφορά μίας τεράστιας ποσότητας κοκαΐνης που μπορεί να δηλητηριάσει για μήνες τις μεγαλύτερες πόλεις των Η.Π.Α. Η ομάδα των επίλεκτων Ghosts βρίσκεται με το δάχτυλο στην σκανδάλη έτοιμη να αποτρέψει τα επικίνδυνα σχέδια του Cartel. Το drone έχει ήδη χαρτογραφήσει τα σημεία εκείνα που δίνουν το στρατηγικό πλεονέκτημα στους Ghosts και τώρα αυτό που απομένει είναι η κατάλληλη στιγμή, η στιγμή εκείνη που ο χρόνος θα παγώσει και θα αρχίσει ένα ακόμη “πανηγύρι” καταιγιστικών πυρών που θα χρωματίσουν τον ορίζοντα. Η εντολή είναι σαφής… “one-shoot, one kill” για τον Sniper της ομάδας, ο οποίος έχει ήδη “μαρκάρει” τον στόχο του… To τελικό σινιάλο δίνεται και οι κραυγές που ακούγονται σπάνε την ένοχη σιωπή… H αδρεναλίνη εκτοξεύεται… The thrill of the kill, η απόκοσμη γοητεία της επίτευξης του στόχου που πλησιάζει… Σε λίγα δευτερόλεπτα όλα έχουν τελειώσει και άλλη μία μέρα στη “δουλειά” για τα μέλη της ομάδας Ghost Recon έχει φτάσει στο τέλος της… Μία μάχη κερδήθηκε, αλλά όχι και ο πόλεμος…
Κάπως έτσι φανταζόμαστε ότι αισθάνονται οι άντρες των ειδικών δυνάμεων που πρωταγωνιστούν στον εξαιρετικά ριψοκίνδυνο κόσμο του Ghost Recon: Wildlands (μπορείτε να διαβάσετε το review μας εδώ), έναν τίτλο που αποτελεί έναν από τους καλύτερους εκπροσώπους του είδους των tactical shooters, ενός genre που από μπορεί να σας φανεί απίστευτο αλλά εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη των 80s. Ξεχάστε την (εξίσου διασκεδαστική) run ‘n gun φιλοσοφία (και όποιον πάρει ο Χάρος) και το άδειασμα εκατομμυρίων σφαιρών προς πάσα κατεύθυνση, καθώς στον κόσμο των tactical shooters μετράει περισσότερο η ρεαλιστική σκέψη και ο προσεκτικός σχεδιασμός (άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό και άλλοτε σε μικρότερο, ανάλογα με τον τίτλο). Η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι ακόμη και την παραμικρή παράμετρο, να αξιοποιείς ακόμη και το πιο φαινομενικά ασήμαντο δεδομένο και να αξιολογείς τις καταστάσεις λίγο πριν πατήσεις τη σκανδάλη είναι ορισμένα από τα δομικά στοιχεία ενός tactical shooter που μπορούν να σε οδηγήσουν στην επιτυχία (ή στην αποτυχία).
Προσεκτικές κινήσεις, ορθός προγραμματισμός, προσήλωση στον στόχο, σωστές αποφάσεις… συνθέτουν το τρίπτυχο σε ένα υποείδος των shooters που μπορεί να μην συγκαταλέγεται στα πολυπληθέστερα, αλλά σίγουρα ανήκει στα “λαοφιλέστερα”. Για αυτό και εμείς με αφορμή το Ghost Recon: Wildlands θα επιχειρήσουμε να πραγματοποιήσουμε ένα ιστορικό ταξίδι στον κόσμο των tactical shooters, γνωρίζοντας τους τίτλους εκείνους που έβαλαν τις βάσεις για την ανάπτυξη του εν λόγω genre…
Back in the old days…
Οι περιορισμοί της τεχνολογίας στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 σίγουρα δεν επέτρεψαν εύκολα τη δημιουργία τίτλων που είχαν έναν tactical προσανατολισμό, καθώς εκείνες τις εποχές τα arcade shoot ’em up με το ανέμελο και εύκολο gameplay τους, μεσουρανούσαν στο προσκήνιο. Κάποια ισχνά ψήγματα tactical παιχνιδιού μπορούμε να διακρίνουμε στα Airborne Ranger και Special Forces που κυκλοφόρησαν το 1987 και το 1991 αντίστοιχα και τα οποία από τους κριτικούς της εποχής θεωρήθηκαν ότι είχανε περισσότερο βάθος από τα typical shoot ’em ups της εποχής.
Ωστόσο, μακρινός πρόγονος των tactical shooters θα πρέπει να θεωρείται το SEAL Team της Electronic Arts, καθώς το εν λόγω shooter προσέφερε έναν ανεπανάληπτο βαθμό ρεαλισμού για τα δεδομένα της εποχής. Ταξιδεύοντας στις αχανείς ζούγκλες του Βιετνάμ και ελέγχοντας ένα μικρό group στρατιωτών που ανήκουν στις ειδικές δυνάμεις των Η.Π.Α, ο αρχηγός της ομάδας (που ελέγχετε εσείς) είχε τη δυνατότητα να δίνει εντολές στους συμπολεμιστές του, ενώ ένα κομβικής σημασίας στοιχείο του gameplay είχε να κάνει με την ανίχνευση παγίδων που είχαν στήσει οι Βιετκόνγκ και εσείς θα έπρεπε να τις προσπεράσετε. Αν και πρωτόγονο με βάση τα σημερινά δεδομένα, το SEAL Team έφερε στο προσκήνιο την έννοια του προσεκτικού σχεδιασμού σε ένα shooter, αποτελώντας μάλιστα ένα από τα πρώτα games στην ιστορία που το περιβάλλον “αντιδρούσε” στις αποφάσεις του παίκτη.
Στη διάρκεια των 90s η έλευση των first-person shooters σίγουρα άρχισε να αλλάζει τα δεδομένα, ανοίγοντας νέους δημιουργικούς ορίζοντες για τους game developers, ενώ παράλληλα . To σωτήριο έτος 1998 θα πρέπει να θεωρείται ως το σημείο 0 για το είδος των tactical shooters, καθώς εκείνη την χρονιά εμφανίζεται το εξαιρετικό Tom Clancy’s Rainbow Six που ουσιαστικά έδωσε το έναυσμα για την καθιέρωση των tactical shooters στις συνειδήσεις των gamers. Ο “παππούς” του είδους έφερνε την έννοια του simulation στον κόσμο των shooters, δίνοντας έμφαση σε ρεαλιστικά όπλα και tactics που δεν είχαν εμφανιστεί στο παρελθόν. Πριν από κάθε επίθεση, οι παίκτες θα έπρεπε να “σκανάρουν” τον εσωτερικό χώρο που θα επενέβαιναν καταστρώνοντας προσεκτικά το σχέδιο επίθεσης τους.
Το παιχνίδι της Red Storm Entertainment (το οποίο επέβλεψε ο ίδιος ο Tom Clancy) ξεχώριζε για την τεράστια ποικιλία σε όπλα και σε gear και έδινε τη δυνατότητα στον παίκτη να ελέγξει μέχρι και τέσσερα groups (ή να αφήσει τον έλεγχο τους στην ΑΙ). Το Rainbow Six αποτέλεσε μία επιτυχία τεραστίων διαστάσεων (κυκλοφόρησε σε PC Macintosh, Nintendo 64, PlayStation και μεταγενέστερα σε PlayStation 3, PSP, PS Vita) και εμπλουτίστηκε από μία σειρά από expansions που προσέθεσαν νέες αποστολές (Eagle Watch, Rogue Spear, Urban Operations, Lone Wolf) και που βοήθησαν στο να δημιουργηθεί μία σημαντικά μεγάλη fan base.
To 1998 όμως “δεν έπαιζε” μόνο το Rainbow Six στο προσκήνιο, καθώς κυκλοφόρησε και το Delta Force, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το αντίπαλο δέος του παιχνιδιού της Red Storm Entertainment. Στο Delta Force οι gamers αναλάμβαναν το ρόλο ενός στρατιώτη των αμερικανικών εδικών δυνάμεων Delta Force, ο οποίος καλείται να φέρει εις πέρας μία σειρά από αποστολές σε διαφορετικά πεδία των μαχών. Με αρκετά ρεαλιστικά στοιχεία στο gameplay (όπως η χρήση extraction points μετά το πέρας των αποστολών), δυνατό sniping gameplay, τα multiplayer features και οι 40 και πλέον καλοσχεδιασμένες αποστολές, το tactical shooter της NovaLogic (που εκείνη την εποχή μεσουρανούσε στην κατηγορία των combat simulations) κατέστησαν το Delta Force μία καλή εναλλακτική λύση στο Rainbow Six για τους λάτρεις του είδους.
Αναμφίβολα, το Rainbow Six είχε αρχίσει να δημιουργεί τη δική του “σχολή”, για αυτό και έναν χρόνο αργότερα (1999) το SWAT 3: Close Quarter Battles (το οποίο βασίστηκε στο tactical strategy SWAT 2 που είχε κυκλοφορήσει έναν χρόνο πιο πριν), o παίκτης αναλάμβανε τον ρόλο του αρχηγού μίας ομάδας πέντε ατόμων (ή τον ρολό ενός μέλους της ομάδας κρούσης) και κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού είχε σαν στόχο με τις κατάλληλες εντολές να καθοδηγήσει τους άνδρες του με στόχο την επίτευξη συγκεκριμένων αποστολών που ξεκινούσαν από επικίνδυνες συλλήψεις και έφταναν μέχρι την προστασία και συνοδεία VIP ή ακόμη και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις από τρομοκράτες. To SWAT 3 κατάφερε να κερδίσει τις καρδιές των gamers της εποχής, καθώς εστίαζε στις ρεαλιστικές αστυνομικές μεθόδους και τακτικές, προσφέροντας μία άκρως αληθοφανή εμπειρία παιχνιδιού που θύμιζε το “real-thing”!
The 21st Century!
Στις αρχές των 00s όλο και περισσότερες εταιρείες είχαν αρχίσει να καλοβλέπουν το είδος των tactical shooters, καθώς ήδη είχε ξεκινήσει το εν λόγω genre να αποκτάει το δικό του φανατικό κοινό. Ένα ρεαλιστικό shooter που έκανε την εμφάνιση του το 2001 ήταν το Operation Flashpoint, το οποίο εισήγαγε το στοιχείο του ελέγχου οχημάτων (όπως jeeps, ελικόπτερα ακόμη και… tanks) και οι gamers μπορούσαν να αναλάβουν το ρόλο ενός στρατιώτη που ακόμη και οι κινήσεις του ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ενδεικτικό είναι ότι δεν μπορούσατε να πυροβολήσετε εύκολα την ώρα που τρέχατε ή την ώρα που κάνατε crouch, ενώ μάλιστα για να μπορέσει κανείς να διανύσει συγκεκριμένες αποστάσεις απαιτούσε μεγάλο χρόνο (όπως ακριβώς στην πραγματικότητα).
Το επόμενο εξελικτικό βήμα στο είδος των tactical shooters συνέβη με το πρώτο Tom Clancy’s Ghost Recon που έκανε την εμφάνιση του το 2001. H Red Storm Entertainment πέρασε σε ένα άλλο level την εμπειρία που είχε αποκομίσει από το Rainbow Six, ανεβάζοντας τον πήχη ακόμη ψηλότερα. Σύμφωνα με το story που διαδραματίζεται στο κοντινό μέλλον, Ρώσοι αυτονομιστές έχουν καταλάβει την Μόσχα, καθώς στόχος τους είναι να εγκαθιδρύσουν εκ νέου ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Όταν τα περιθώρια στενεύουν και ο κόσμος απειλείται, οι Η.Π.Α αποστέλλουν την ειδικά εκπαιδευμένη ομάδα Ghosts, η οποία κλασικά αναλαμβάνει να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Το Ghost Recon δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί ένα αυστηρό tactical shooter, το οποίο έδινε τη δυνατότητα στους gamers να ελέγχουν έναν από τους τέσσερις διαθέσιμους χαρακτήρες (sniper, rifleman, demolitions expert και support expert). Το παιχνίδι παιζόταν εξ’ ολοκλήρου μέσω μίας first-person οπτικής, ενώ ένα heads-up display προσέφερε το απαιτούμενο info απεικονίζοντας το όνομα του στρατιώτη, την fireteam που ανήκει, το είδος του όπλου και τα διαθέσιμα πολεμοφόδια.
Ο ρεαλισμός φυσικά βρισκόταν στο επίκεντρο του gameplay, όπου οι σφαίρες δεν μπορούσαν εύκολα να διαπεράσουν συγκεκριμένα αντικείμενα, αλλά μπορούσαν να τρυπήσουν το γυαλί, ενώ τα εκρηκτικά προκαλούσαν ρεαλιστικά αποτελέσματα, με τις εκρήξεις να σκοτώνουν οποιονδήποτε είχε την ατυχία να βρεθεί στην ακτίνα δράσης της. To Ghost Recon διέθετε τόσο single όσο και multiplayer modes, όπου έως και 36 παίκτες μπορούσαν να παίξουν σε Internet και LAN. Είναι περιττό να πούμε ότι ο τίτλος της Red Storm έβαλε τις βάσεις για τα μεταγενέστερα tactical shooters, εκτοξεύοντας τον ρεαλισμό στα ύψη και εκτινάσσοντας την αδρεναλίνη των παικτών σε απίστευτα επίπεδα. Δεν θα ήταν υπερβολή να τονίσουμε το γεγονός ότι χωρίς τον «παππού» του σημερινού Wildlands, η εικόνα των tactical shooters θα ήταν τελείως διαφορετική σήμερα.
Ήταν φυσικό επακόλουθο ότι το Rainbow Six και το Ghost Recon ακολούθησαν πολλά expansions, αλλά και sequels, τα οποία βελτίωσαν σε σημαντικό βαθμό την εμπειρία παιχνιδιού που προσέφεραν οι αρχικοί τίτλοι. Για το Rainbow Six υπήρξαν μέσα στην πρώτη δεκαετία του 2000, εκτός από τα τέσσερα expansions που προαναφέραμε υπήρξαν και τα Rainbow Six 3: Raven Shield, Athena Sword, Black Arrow, Lockdown, με την πραγματική αλλαγή στη σειρά να συμβαίνει με το Rainbow Six: Vegas και Vegas 2 (2006 και 2008 αντίστοιχα), τα οποία έδωσαν μία διαφορετική και φρέσκια διάσταση στην έννοια του co-op. Από την άλλη, το πρώτο Ghost Recon είχε τα expansions: Desert Siege, Island Thunder και Jungle Storm, με το sequel να κυκλοφορεί το 2004. Το δεύτερο Ghost Recon ξεχώριζε για την updated graphics engine, τα Havok 2 physics, αλλά και για το εμπλουτισμένο multiplayer, το οποίο μάλιστα τη δυνατότητα για voice commands μέσω μικροφώνου.
Φυσικά δεν ήταν μόνο οι δύο προαναφερθέντες τίτλοι που εκπροσώπησαν επάξια το είδος των tactical shooters μέσα στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Οι fans του είδους σίγουρα άφησαν τα κοκαλάκια τους στα παιχνίδια της σειράς ArmA και SOCOM U.S. Navy Seals, τα οποία δημιουργούσαν ένα πλήρως ρεαλιστικό πεδίο μάχης, το οποίο δεν προσφερόταν για όσους δεν μπορούσαν να… αντέξουν στην πίεση. Ειδικότερα στα ArmA ο ρεαλισμός έφτανε σε άλλα επίπεδα, προσεγγίζοντας το «real thing» όσο κανένας άλλος τίτλος. Καλές εναλλακτικές αποτέλεσαν και τα SWAT 4 και Full Spectrum Warrior: Ten Hammers που σίγουρα κατάφεραν να αποσπάσουν την προτίμηση των gamers και παράλληλα να κερδίσουν τους κριτικούς.
The next level…
Οι game developers που ασχολήθηκαν με το είδος των tactical shooters είχαν πάντοτε δύο κατευθύνσεις, από τη μία μπορούσαν να στηριχθούν σε ένα αυστηρά ρεαλιστικό simulation μοντέλο και από την άλλη μπορούσαν να «πειραματιστούν» περισσότερο απαλύνοντας κάπως την «αυστηρή» tactical shooter συνταγή και προσθέτοντας κι άλλα (πιο εναλλακτικά) gameplay στοιχεία. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα σε αυτού του είδους η προσέγγιση ήταν το Ghost Recon 3: Future Soldier (2012), το οποίο στηριζόταν σε ένα φουτουριστικό setting, φέρνοντας στο προσκήνιο περισσότερα τεχνολογικά και φουτουριστικά war gadgets. Οι game developers τα τελευταία χρόνια έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη δημιουργία tactical shooter games που θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή ενός ευρύτερου gaming κοινού, χωρίς ωστόσο να χάνεται η μοναδική αίσθηση του tactical shooter. Ένα από τα πιο καλά παραδείγματα της προαναφερθείσας φιλοσοφίας δεν ήταν άλλο από το Rainbow Six: Siege, το οποίο κατέστησε τον κόσμο του Rainbow Six πιο φρέσκο με νέα πιο δυναμικά gameplay mechanics, εμπλουτισμένο content μέσω νέων εκπληκτικών classes, καλύτερη ΑΙ και μοναδικό level design που περνούσε τους μηχανισμούς του cover σε άλλο επίπεδο.
To πιο πρόσφατο game που φέρει την σφραγίδα του Tom Clancy, Wildlands, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό ξεχωρίζει για τον λόγο ότι συνδέει την φιλοσοφία των tactical shooters με ένα open-world setting, το οποίο δίνει στον παίκτη την απόλυτη αίσθηση ελευθερίας. Με ασύγκριτο story, μοναδικούς χαρακτήρες, πλήθος διαφορετικών οχημάτων, εντυπωσιακά gameplay mechanics και production values που φτάνουν στο στρατόσφαιρα, αυτό που καθιστά το Wildlands τόσο «ιδιαίτερο» είναι ότι η Ubisoft ουσιαστικά έχει βρει την «χρυσή τομή», καθώς συνδυάζει το στυλ των tactical shooters με τη μοναδική δράση, καθιστώντας έτσι το gameplay περισσότερο φιλικό στους αρχάριους αλλά και μία πρόκληση στους βετεράνους του είδους. Το Wildlands είναι αναμφίβολα το game εκείνο που δίνει μία άλλη διάσταση στο είδος των tactical shooters…
To Ghost Recon: Wildlands είναι διαθέσιμο για PC, PS4 και Xbox One από τη CD Media