Το video game της Daedalic “The Lord of the Rings: Gollum” αποτέλεσε έναν αρκετά… ταλαιπωρημένο τίτλο, που ανακοινώθηκε για πρώτη φορά το 2019. Μετά από μια σειρά αναβολών, κατάφερε τελικά να κυκλοφορήσει στις 25 Μαΐου 2023, ποντάροντας στη δημοτικότητα ενός μεγάλου franchise σε μια περίοδο που το ενδιαφέρον για τoν Άρχοντα των Δαχτυλιδιών έχει αναθερμανθεί, εξαιτίας της πρόσφατης τηλεοπτικής μεταφοράς στο Amazon Prime αλλά και την ανακοίνωση νέων κινηματογραφικών ταινιών.
Στο επίκεντρο της δράσης τοποθετείται το Gollum, ένας χαρακτήρας αρκετά αντιφατικός, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε μια ιστορία που εκατομμύρια άνθρωποι αγάπησαν μέσα από τα βιβλία του Tolkien αλλά και μέσα από την τριλογία του Peter Jackson. Η φύση του Gollum είναι διττή. Από τη μία πλευρά, έχουμε έναν ήρωα δέσμιο του δαχτυλιδιού, χωρίς ηθικούς φραγμούς, που είναι έτοιμος να φτάσει στα άκρα προκειμένου να αποκτήσει ξανά το «πολύτιμο». Από την άλλη πλευρά, ο Smeagol αποτελεί ένα αθώο θύμα των σκοτεινών δυνάμεων που καταλήγει να γίνεται συμπαθής, θίγοντας συχνά τις πιο ευαίσθητες χορδές μας.
Αυτή η διττή φύση του Gollum είναι ίσως η «καρδιά» του νέου game της Daedalic, αφού είναι πρακτικά στο χέρι των παικτών αν θα προτιμήσουν να δώσουν έμφαση στα σκοτεινά στοιχεία ή θα επιλέξουν την πιο ευγενική εκδοχή του Smeagol. Ας ανακαλύψουμε, λοιπόν, το “The Lord of the Rings: Gollum”!
Υπόθεση
Το “The Lord of the Rings: Gollum” έρχεται ουσιαστικά να καλύψει ένα κενό. Η δράση χρονικά τοποθετείται μεταξύ των γεγονότων που παρακολουθήσαμε στις ταινίες The Hobbit και όσων διαδραματίστηκαν στο The Fellowship of the Ring. Ο Bilbo Baggins έχει αφαιρέσει ήδη το δαχτυλίδι από το Gollum, το οποίο σε κατάσταση απελπισίας το αναζητά προσπαθώντας να ακολουθήσει τα ίχνη.
Ωστόσο, το έτος 3017 της Τρίτης Εποχής, ο Aragorn αιχμαλωτίζει το Gollum στα Misty Mountains και το παραδίδει στον Gandalf. Κάπως έτσι, ο αιχμάλωτος ήρωας θα αφηγηθεί στο γνωστό μάγο τα γεγονότα των προηγούμενων πέντε ετών. Οι παίκτες ξεκινούν στο Cirith Ungol -τα περίχωρα της Mordor που είναι γεμάτα με Orcs- περίπου 60 χρόνια αφότου ο Bilbo Baggins έκλεψε το One Ring από τον αδύναμο πρωταγωνιστή μας.
Η ιστορία είναι άμεσα αναγνωρίσιμη σε όποιον είναι έστω και ελάχιστα εξοικειωμένος με τα βιβλία ή τις ταινίες, αφού η εταιρεία παρέμεινε πιστή στο lore που έχει δημιουργήσει ο Tolkien. Το Gollum πρέπει να βρει τον Bilbo και να ανακτήσει το “πολύτιμο” με κάθε κόστος, αποφεύγοντας παράλληλα και την οργή του Sauron. Αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι το εν λόγω χρονικό διάστημα των περιπλανήσεων του Gollum δεν περιγράφεται στα βιβλία του Tolkien και μάλλον όχι τυχαία. Πρόκειται για μια περίοδο που δεν υπάρχει κάποια σημαντική εξέλιξη, με αποτέλεσμα να απομένουμε με έναν ήρωα που καταντά δυστυχώς… βαρετός.
Gameplay
Όπως ήταν ήδη γνωστό, προτού κυκλοφορήσει το παιχνίδι, το “The Lord of the Rings: Gollum” αποτελεί ένα third-person, cinematic action-adventure game. Στον «πυρήνα» του όμως είναι ένα stealth platformer με στοιχεία parkour. H δράση τοποθετείται στη Mordor και σε άλλες περιοχές της Middle-earth. Τα πρώτα λεπτά, οι παίκτες έχουν την ευκαιρία να μάθουν τους μηχανισμούς, κάνοντας μια διαδρομή προς τη σπηλιά του Gollum. Ο παίκτης μαθαίνει το άλμα, το μακρινό άλμα, το σκαρφάλωμα, τα sprint και aim, να ρίχνει πέτρες για αντιπερισπασμό ή να πλησιάζει αθόρυβα για να πνίγει τα Orcs. Κι ενώ είναι γνωστό ότι στη βιομηχανία του gaming δεν υπάρχει παρθενογένεση, στο Gollum καταντά σχεδόν ενοχλητικό το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία gameplay τα έχουμε δει αλλού, χωρίς ωστόσο να μπαίνει ένα νέο «λιθαράκι» και χωρίς να προσφέρει ένα φρέσκο στοιχείο.
Το σκαρφάλωμα σε αυτό το παιχνίδι είναι non stop, με στοιχεία που παραπέμπουν έντονα σε Uncharted ή Tomb Raider, τα stealth modes φέρνουν λίγο σε Assassin’s Creed, ενώ η λειτουργία Intuition, που βοηθά τον παίκτη να εντοπίζει τους εχθρούς, θυμίζει αρκετά το Witcher Senses του Geralt of Rivia. Στα περισσότερα platformers, η διαδρομή είναι γεμάτη εμπόδια που υπερπηδά ο χαρακτήρας ή gaps και σκοινιά που πιάνεται για να περάσει απέναντι, συνήθως δοσμένα με πολύ όμορφα χρώματα, που κάνουν διασκεδαστικά ακόμη και τα άλματα θανάτου. Το κακό στο Gollum ήταν ότι ο ήρωας προχωρά (κυρίως σκαρφαλώνει) χωρίς να συμβαίνει γύρω του κάτι ουσιαστικό.
Σε γενικές γραμμές, ο παίκτης κρύβεται από τα Orcs και προσπαθεί να επιβιώσει, αφού το Game Over είναι δεδομένο στην περίπτωση που ανακαλυφθεί. Γενικά, η λογική του παιχνιδιού είναι το «πρόσεχε, μη σε ανακαλύψουν». Παρά τους συχνούς θανάτους που περιμένουν όσους παίκτες επιχειρήσουν να πειραματιστούν με το εν λόγω game, το μονοπάτι είναι συνήθως καθαρό και τα checkpoints γενναιόδωρα. Εκεί που το Intuition αποτυγχάνει, υπάρχει η επιλογή να ενεργοποιηθεί το Gollum Vision και να φανερωθούν κάποια χρήσιμα αντικείμενα, εχθροί και μονοπάτια. Πρόκειται για μια χρήσιμη προσθήκη, αλλά κάπως… αναξιόπιστη, αφού παρέχει χρήσιμες πληροφορίες μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις. Περισσότερες πληροφορίες αποκαλύπτονται όταν το Gollum διαφωνεί με τον εαυτό του, ονομάζοντας μονοπάτια και προσφέροντας guidance χωρίς να του ζητηθεί.
Όπως ήδη αναφέραμε, ένα βασικό στοιχείο του παιχνιδιού είναι η απόφαση που θα πάρει ο παίκτης σχετικά με την πτυχή της προσωπικότητας του χαρακτήρα. Θα λέγαμε ότι η εκδοχή του Gollum είναι αρκετά πιο ενδιαφέρουσα από αυτή του Smeagol, χωρίς ωστόσο να καταφέρνει να μας κερδίσει. Αυτό που πρέπει επίσης να έχει κάποιος στο μυαλό του είναι ότι δε θα δει κανονική μάχη. Το Gollum δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει σπαθί ή άλλα όπλα, όμως, σε κάποιες κρίσιμες περιστάσεις, μπορεί να εξουδετερώσει μια μικρή και συγκεκριμένη ομάδα εχθρών που δε φορά κράνος. Ο παίκτης δύσκολα μπορεί να χρησιμοποιήσει την ευρηματικότητά του, αφού συνήθως τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει για να γλιτώσει είναι… συγκεκριμένα. Σε κάποιες φάσεις απαιτείται να ξεγλιστρήσει από το φρουρό σε άλλες να τον σκοτώσει υποχρεωτικά. Το Gollum συχνά τραυματίζεται και η ενέργειά του αποκαθίσταται όταν φάει.
Γραφικά & Ήχος
Κι ενώ το gameplay δε θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε σε καμία περίπτωση…δυνατό, τα πραγματικά προβλήματα του παιχνιδιού έχουν να κάνουν κυρίως με το τεχνικό κομμάτι. Ο παίκτης αρχικά καλείται να επιλέξει ανάμεσα στα Performance, Quality και Quality Ray Tracing. Μετά από αρκετό πειραματισμό, καταλήξαμε ότι η καλύτερη επιλογή για Xbox SeriesX ήταν αυτή του Performance, χωρίς ωστόσο να έχουμε ένα αποτέλεσμα που θυμίζει τους τίτλους που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε εν έτει 2023 (αρχικά δοκιμάσαμε να παίξουμε στο Ray Tracing mode αλλά το παιχνίδι κράσαρε στο δίλεπτο).
Παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήσαμε μια ισχυρή κονσόλα, η αίσθηση που δημιουργείται αμέσως είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι προηγούμενης γενιάς, με πρόχειρα σχεδιασμένους χαρακτήρες, χαμηλά textures, αφύσικο animation που μετά βίας πιάνει τη…. βάση στο PS3. Για να είμαστε ειλικρινείς ήταν αρκετές οι φορές που μας έπιαναν τα γέλια, καθώς δε μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι η Deadalic –μια εταιρεία που έχει δώσει αξιόλογα παιχνίδια- λάνσαρε τον τίτλο με τόσο κακή κατάσταση στο τομέα των γραφικών.
Τα μοντέλα του Gandalf και του Thranduil, αλλά και του ίδιου του πρωταγωνιστή, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν… goofy, οι φρουροί κινούνται σαν ρομποτάκια χωρίς κανένα στοιχείο ρεαλισμού, ενώ οι λεπτομέρειες σε πρόσωπα, πανοπλίες, περιβάλλοντα χώρο, αποτελούν σε γενικές γραμμές ένα θολό «αχταρμά», αποδεικνύοντας ότι το παιχνίδι δεν ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει. Με αρκετή επιείκεια, θα χαρακτηρίζαμε μονότονο το visual design, ειδικά στο τμήμα του παιχνιδιού που λαμβάνει χώρα στη Mordor. Η κατάσταση βελτιώνεται ελαφρώς στο τμήμα του Mirkwood, χωρίς ωστόσο να μιλάμε για ουσιαστική αλλαγή. Η μουσική ήταν ένα στοιχείο που βρήκαμε συμπαθητικό, καθώς έδενε αρμονικά με την ιστορία, ενώ το σενάριο –ιδιαίτερα τα μέρη που το Gollum μιλά με τον εαυτό του- κατάφερνε σε ένα βαθμό να αποδώσει το εσωτερικό «χάος» του ήρωα. Ωστόσο, το voice acting μας τα χάλασε!
Σε γενικές γραμμές
Δεν ανήκουμε στην κατηγορία αυτών που πιστεύουν ότι κάθε νέο παιχνίδι πρέπει να ανατρέπει τα δεδομένα και να παρουσιάζει καινοτομίες που αλλάζουν την πορεία του gaming. Πολλές φορές τα όποια ελαττώματα στο τεχνικό κομμάτι και τα γραφικά φαντάζουν ασήμαντα όταν έχουμε ένα ευχάριστο και ενδιαφέρον gameplay. Δυστυχώς, στην περίπτωση του “The Lord of the Rings: Gollum” αυτό δε συνέβη. Ο τίτλος δεν έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ο παίκτης δεν περνά καλά με το χειριστήριο στα χέρια του, καθώς χάνει το ενδιαφέρον του από την πρώτη ώρα, εξαιτίας της μονοτονίας που χαρακτηρίζει το παιχνίδι. Αν μιλούσαμε για ένα indie game ή για μια δωρεάν επιλογή στο Game Pass ίσως και να άξιζε κάποιος να επενδύσει το χρόνο του. Έχουμε όμως να κάνουμε με ένα τίτλο που κοστίζει 50 ή 60 ευρώ (ανάλογα με την έκδοση), που δεν αξίζει τα λεφτά του. Όχι τόσο γιατί αποτυγχάνει σε επίπεδο γραφικών, αλλά κυρίως γιατί δεν εκπληρώνει τον προορισμό του, που δεν είναι άλλος από το να προσφέρει στιγμές διασκέδασης στους gamers.
Ανάπτυξη: Daedalic Entertainment Έκδοση: Daedalic Entertainment, Nacon Διάθεση: AVE
The Good
- Πιστό στο lore του Tolkien . Μουσική επένδυση
The Bad
- Απαράδεκτο Performance . Unoptimized . Βαρετό story . Άδειος κόσμος
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ