Ας μην γελιόμαστε, κανείς δεν θα είχε ασχοληθεί τόσο πολύ με τo The Witness αν δεν ήταν το πρότζεκτ του Jonathan Blow, ο οποίος έγινε αναπάντεχα γνωστός από το ομολογουμένως επιτυχημένο Braid. Με τα 4 εκ. δολάρια των εισπράξεων (και άλλα 2 που μάζεψε αργότερα) έφτιαξε το πιο ακριβοπληρωμένο «indie» που έγινε ποτέ…
Το The Witness μπορεί να περιγραφεί αρκετά εύστοχα ως «το Myst του 2016». Στα αγγλικά το παιχνίδι περιγράφεται ως εξερεύνηση ενός όμορφου (μα νεκρού) κόσμου με πολλά puzzles ή riddles, αλλά στα ελληνικά έχουμε μια πολύ συγκεκριμένη λέξη για να περιγράψουμε με τον καλύτερο τρόπο το The Witness (σε περίπτωση που δεν σας βοήθησε ο παραλληλισμός με το Myst). Αυτό που σας περιμένει είναι μια τεράστια σπονδυλωτή «σπαζοκεφαλιά». Αν και η βασική μηχανή είναι πρώτου προσώπου, τις περισσότερες ώρες του παιχνιδιού θα τις περάσετε σε κοντινό πλάνο, χαζεύοντας έναν από τους εκατοντάδες «πίνακες» που βρίσκονται διασκορπισμένοι στο νησί, προσπαθώντας να λύσετε κάποιο είδος σπαζοκεφαλιάς- λαβυρίνθου με διαφορετικό μέγεθος, τεχνοτροπία και προσανατολισμό.
Η αρχική επαφή μπερδεύει, αλλά αν καταλάβεις τη βασική ιδέα του παιχνιδιού, είναι πιο εύκολο να κατανοήσεις τι πρέπει να κάνεις. Κι αυτό γιατί κάθε «ζώνη» του παιχνιδιού (δάσος, κάστρο, έρημος, ναός) έχει γρίφους που λύνονται με έναν τρόπο, με ένα μοτίβο. Ο πρώτος γρίφος της ζώνης σου δείχνει με ένα απλό πρώτο βήμα ποιο είναι το μοτίβο – από εκεί και πέρα κάθε γρίφος της ίδιας ζώνης είναι μεν πιο πολύπλοκος, αλλά ο βασικός μηχανισμός είναι ίδιος. Σε έναν γρίφο πρέπει να ξεχωρίσεις χρώματα, σε έναν άλλο το κλειδί είναι η συμμετρία, αλλού η οπτική γωνία, σε άλλα το περιβάλλον, οι αντανακλάσεις, ένας ήχος. Βλέπετε, ένα από τα πιο συναρπαστικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης είναι ότι ψάχνει μοτίβα και σχέδια στον κόσμο γύρω μας, στις συμπεριφορές, στη φύση, ακόμα και στα αστέρια. Το ίδιο γίνεται και στο The Witness και μόλις βρεις το «μοτίβο» μιας ζώνης, ξέρεις τη φόρμουλα, τη συνταγή. Θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον βέβαια να μην λύνονται όλοι οι 650 γρίφοι μέσα σε ένα τετράγωνο με πλακάκια, αλλά ίσως μετά οι σχεδιαστές να χρειάζονται 17 χρόνια και όχι τα (ήδη πολλά) 7 που τους πήρε. Όπως και να έχει, προχωρώντας μέχρι το τέλος κάθε ζώνης (από τις 11, αν έχω μετρήσει καλά), πλησιάζετε ένα βήμα πιο κοντά στο να μεταβείτε στην κεντρική περιοχή του νησιού για να λύσετε το μυστήριό του. Η ιστορία (αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι) είναι κι αυτή μια σπαζοκεφαλιά, καθώς τα έμμεσα, σιωπηλά αφηγηματικά μέσα του Witness (εξαιρώντας μερικά φιλοσοφικά audio/video logs που βρίσκονται σε κάποια σημεία), περισσότερη σύγχυση προκαλούν, παρά διασαφήνιση.
Άξιο αναφοράς είναι ότι ο σχεδιασμός του νησιού είναι ανοιχτός για εξερεύνηση, ενώ υπάρχουν κι αρκετοί προαιρετικοί γρίφοι. Φαινομενικά αυτά είναι καλά νέα, αλλά υπάρχουν παγίδες. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αν εξερευνήσεις τον χώρο λίγο βιαστικά (και δεν ακολουθήσεις μια προτεινόμενη διαδρομή), μπορείς να συναντήσεις πολύπλοκους γρίφους που χρησιμοποιούν ένα μοτίβο που το παιχνίδι δεν στο έχει «μάθει» ακόμα. Σαν να σου ρίχνουν έναν κύβο του ρούμπικ για να λύσεις, αλλά να μην έχεις μάθει ακόμα… να ξεχωρίζεις τα χρώματα. Αυτό ακριβώς έτυχε σε μένα και η πρώτη μου επαφή με το The Witness ήταν μάλλον άσχημη: όταν όμως πήγα πίσω και έπιασα από την αρχή τη ζώνη που έπρεπε, έμαθα το μοτίβο και μπόρεσα να λύσω τον γρίφο αργότερα. Εν ολίγοις, η ανοιχτή δομή σίγουρα φαινόταν καλή ιδέα στον σχεδιασμό, αλλά μπορεί να ρίξει έναν ανυποψίαστο παίκτη σε ένα απύθμενο πηγάδι ή να τον ρίξει πάνω σε έναν αόρατο τοίχο μέχρι να νιώσει χαζός. Και αν ο παίκτης δεν έχει την υπομονή να παίξει το The Witness όπως «πρέπει» να παιχτεί, είναι πολύ πιθανό (και απόλυτα σεβαστό) να το παρατήσει και να το σιχαθεί. Όπως και να έχει, ακόμα κι αυτό ήταν πρόθεση του Blow, ο οποίος είχε δηλώσει ρητά ότι ήθελε να φτιάξει ένα παιχνίδι για λίγους και εκλεκτούς, που δεν παίρνει τον παίκτη από το χέρι και που δεν εξηγεί τίποτα. Μπράβο Blow, το κατάφερες!
Τεχνικά το The Witness είναι άρτιο και ακολουθεί μια καλλιτεχνική προσέγγιση στα γραφικά, με όμορφες περιοχές (καθεμία με τον δικό της χαρακτήρα), μαγικές παλέτες χρωμάτων και μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Μιλάμε εξάλλου για ένα νησί που ούτως ή άλλως είναι ένα τεράστιο αίνιγμα, το οποίο κάθε παίκτης θα βιώσει διαφορετικά. Πάντως ο ηχητικός τομέας είναι πολύ ριγμένος στο The Witness και δεν θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι είναι εσκεμμένη απόφαση για λόγους ατμόσφαιρας ή των ακουστικών γρίφων. Θα μπορούσαν να υπάρχουν ambient απαλοί ήχοι, νότες, άνεμοι, πινελιές χαρακτήρα, ένα ανεπαίσθητο μουσικό χαλί από πίσω με 2-3 νότες, κάτι, οτιδήποτε. Έτσι όπως είναι τα πράγματα, υπάρχει πολλή βουβαμάρα στο παιχνίδι και όταν χαζεύεις ένα τετράγωνο με τις ώρες ή όταν εξερευνάς μια περιοχή και προσπαθείς να βγάλεις μια άκρη, ο νεκρός κόσμος γίνεται ακόμα πιο άχρωμος και άδειος.
To The Witness είναι ένας από εκείνους τους τίτλους που πολώνουν την κοινή γνώμη, δημιουργώντας δύο πολύ αντίθετα στρατόπεδα. Από τη μία υπάρχει το κοινό που δεν ασχολείται και δεν του αρέσει καθόλου αυτός ο δυσνόητος ιστός σπαζοκεφαλιών χωρίς νόημα κι άλλοι ελκύονται από την εγκεφαλική πρόκληση τυλιγμένη στον ζεν μυστικισμό. Αυτόματα καταλαβαίνετε πως έχουμε ένα πολύ ιδιαίτερο τίτλο και το μόνο απόλυτα, 100% αδιαμφισβήτητο γεγονός με το The Witness είναι πως Δεν Είναι Για Όλους. Σε προσωπικό επίπεδο είναι ένα παιχνίδι που σε ελάχιστα άτομα θα μπορούσα να το προτείνω για αγορά με το λανσάρισμα, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι στην κατηγορία του «εξερεύνηση μυστήριου νησιού με 650 σπαζοκεφαλιές» είναι το καλύτερο!
The Good
- Πολλές, έξυπνες, όμορφες, χορταστικές, ζόρικες σπαζοκεφαλιές
The Bad
- Παραμελλημένος ηχητικός τομέας, το ανοιχτό στήσιμο συγχέει
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ