To Tom Clancy’s The Division όταν έκανε την εμφάνιση του το 2016, σίγουρα αποτέλεσε ένα από τα πιο δυνατά games εκείνης της χρονιάς (μπορείτε να θυμηθείτε ξανά το review μας εδώ). Αποτελώντας ένα αρκετά «μεστό» third-person online (looter) shooter, με ένα δυστοπικό και σκοτεινό NYC setting, δυναμικά RPG elements, υψηλά production values, καταιγιστική δράση και content που προσέδιδε μεγάλη αντοχή στο χρόνο, το The Division κατάφερε να κερδίσει τις καρδιές της gaming community, προσφέροντας μια «solid» open-world εμπειρία παιχνιδιού, παρά τις χτυπητές αδυναμίες του. Και μπορεί αρχικά τα νούμερα του να έπεσαν σχετικά γρήγορα (υπήρξαν αρκετές γκρίνιες από τους gamers), ωστόσο η Ubisoft και η Massive ύστερα από μια σειρά από διορθωτικές κινήσεις που βελτίωσαν και εξισορρόπησαν αισθητά το gameplay (βελτιώνοντας σε μεγάλο βαθμό το ελλιπές endgame) κατάφερε να ξανακερδίσει την gaming community. Fast forward στον Μάρτιο του 2019 και το The Division 2 έρχεται όχι μόνο για να πατήσει πάνω στις στέρεες βάσεις που άφησε το πρώτο παιχνίδι της σειράς, αλλά παράλληλα για να ανεβάσει ακόμη πιο ψηλά τον πήχη, καθώς φιλοδοξεί να πετύχει όλα όσα δεν κατάφερε το Division 1…
Next Destination… Washington D.C.!
Σε περίπτωση που δεν έχετε ακούσει τίποτα στο παρελθόν για τον κόσμο του The Division, το story του παιχνιδιού βασίζεται σε ένα εφιαλτικό σενάριο που βέβαια δεν θα μπορούσε να απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Μια Μαύρη Παρασκευή, κάνει την εμφάνιση του στη Νέα Υόρκη ένας άκρως επικίνδυνος ιός, o οποίος μετέπειτα θα ονομαστεί: “The Green Poison” (και μεταδίδεται μέσω του αγγίγματος των δολαρίων). Τα πράγματα δεν θα αργήσουν να ξεφύγουν, καθώς οι φορείς, οι ασθενείς και οι νεκροί αυξάνονται με γεωμετρική άνοδο, το εμβόλιο και η θεραπεία… αγνοούνται και σύντομα κάθε κρατική δομή καταλύεται πλήρως, καθώς το κράτος να αδυνατεί να αντεπεξέλθει στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Σύντομα, ξεσπούν riots και λεηλασίες, η οικονομία καταρρέει, η ανομία, το χάος, η αναρχία και η ασυδοσία γονατίζουν την κυβέρνηση των Η.Π.A και μέσα σε λίγες εβδομάδες η κατάσταση πολύ απλά δεν… μαζεύεται. Με τον πολιτισμό στα πρόθυρα του ολοκληρωτικού αφανισμού, η ύστατη προσπάθεια σωτηρίας από την αμερικανική κυβέρνηση είναι η ενεργοποίηση κρυφών πρακτόρων, των Agents, οι οποίοι βρίσκονται σε μόνιμη κατάσταση μόνιμης επιφυλακής και «ξυπνούν» όταν η πολιτεία τους έχει ανάγκη. Οι gamers αναλαμβάνουν το ρόλο ενός Agent και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κρίση που έχει ξεσπάσει…
Το γεγονότα του The Division 2 διαδραματίζονται επτά μήνες μετά το πρώτο παιχνίδι, μετατοπίζοντας το setting από την αστική ζούγκλα του Manhattan στην πιο “open” πρωτεύουσα Washington D.C., με τα χαρακτηριστικά μισοκατεστραμμένα μνημεία που θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν και το περασμένο μεγαλείο της πάλαι ποτέ κραταιάς υπερδύναμης. O Agent που αναλαμβάνουν οι παίκτες καλείται να απαντήσει σε ένα σήμα κινδύνου που προέρχεται από τις δυνάμεις που έχουν απομείνει για να υπερασπιστούν την D.C. Μάλιστα, όταν ο ήρωας που ελέγχετε φτάνει στην πρωτεύουσα, καλείται να προστατεύσει τους στρατιώτες που έχουν μείνει πιστοί στην κυβέρνηση και παράλληλα να ξεκινήσει ένα ταξίδι για να βρει και να προστατεύσει τους τελευταίους επιζώντες της αμερικανικής ηγεσίας. Φυσικά, σε όλη την Washington μαίνεται ένας πόλεμος συμμοριών και παραστρατιωτικών οργανώσεων και όπως μπορείτε να αντιληφθείτε το έργο σας μόνο εύκολο δεν είναι. Παρά το post-apocalyptic theme που εκ των πραγμάτων προσφέρει αρκετές δυνατότητες και μπόλικο χώρο για σεναριακούς πειραματισμούς, σε γενικές γραμμές, το story του The Division 2 χαρακτηρίζεται από «κενά», δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, ενώ η ονομασία Tom Clancy μάλλον μόνο κατ’ ευφημισμό συνοδεύει τον τίτλο, αφού δύσκολα θα συναντήσετε plot twists ή κάποιο ιδιαίτερο βάθος στην εξέλιξη του story, που να θυμίζει τα μυθιστορήματα του διάσημου συγγραφέα.
Παρόλα αυτά, εκεί που το story είναι (για μια ακόμη φορά) η «αχίλλειος πτέρνα», το νέο εντυπωσιακό setting της πρωτεύουσας Washington είναι πραγματικά «όλα τα λεφτά», καθώς αποδεικνύεται μία εξαιρετική επιλογή, τόσο λόγω της ιστορικής και εμβληματικής σημασίας του (θα δείτε όλα τα γνωστά κτίρια όπως είναι το Καπιτώλιο, το Smithsonian, το χαρακτηριστικό Washington Monument κ.λπ.), αλλά και από το γεγονός ότι η D.C. είναι πιο «open» σε σύγκριση με το κλειστό και ασφυκτικό περιβάλλον του Manhattan, επιτρέποντας έτσι νέες tactical προσεγγίσεις τόσο στη μάχη, όσο και στα cover mechanics. Επιπλέον, η D.C. είναι μεγαλύτερη, καθώς διαθέτει περισσότερες περιοχές (6 διακριτά biomes), ενώ ένα από τα στοιχεία που λατρέψαμε ήταν αυτή η αίσθηση της εγκατάλειψης και της παρακμής, με την φύση και τα απομεινάρια του πολιτισμού να δένουν σε ένα ειδυλλιακό και δυναμικό τοπίο. Η αίσθηση ότι βρισκόμαστε 7 μήνες μετά τα γεγονότα του πρώτου παιχνιδιού είναι διάχυτη σε όλα τα μήκη και πλάτη της Washington D.C. Στα plus προσθέστε και την εναλλαγή των καιρικών συνθηκών (που επηρεάζουν τη μάχη και το συνολικό gameplay και δεν αποτελούν απλώς διακοσμητικό και συμπληρωματικό στοιχείο) και το περιβάλλον είναι πραγματικά από τα καλύτερα που έχουμε δει σε παιχνίδι του είδους.
Old dog with new tricks!
Οι βετεράνοι του The Division με το που «βουτήξουν» στο sequel, σίγουρα θα ανακαλύψουν έναν μάλλον γνώριμο κόσμο, μόνο που αυτή τη φορά οι developers της Massive είναι εμφανές ότι πήραν τα πιο δυναμικά και αξιόλογα στοιχεία του gameplay του πρώτου παιχνιδιού και κατάφεραν να τα βελτιώσουν και να τα επεκτείνουν στο μέγιστο βαθμό. Και παρόλο που η συνταγή παραμένει η ίδια, ωστόσο από τα πρώτα κιόλας λεπτά καθίσταται σαφές ότι το The Division 2 προσφέρει μια πιο άρτια εμπειρία παιχνιδιού σε σύγκριση με τον προκάτοχο του. Οι προσθήκες και οι αλλαγές ποικίλουν και ξεκινούν από την ύπαρξη ενός πιο πειστικού και σωστά δομημένου PvP (Dark Zone) και φτάνουν μέχρι το endgame, το οποίο από τη στιγμή που θα φτάσετε στο level 30 και ξεκλειδώσετε το τελευταίο μέρος του παιχνιδιού, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα εξακολουθείτε να ασχολείστε με τον κόσμο του Division 2 για… αιώνες (για αυτό θα αναφερθούμε όμως πιο λεπτομερώς παρακάτω).
Και μπορεί η οικειότητα που απορρέει το Division 2 να συγκαταλέγεται στα ατού του δεύτερου μέρους, ωστόσο εδώ οι πιο “παλιοί” θα διαπιστώσουν ότι υπάρχει μια αλλαγή φιλοσοφίας σε ότι έχει να κάνει με το συνολικό progression σας στο παιχνίδι. Η ειδοποιός διαφορά σε σύγκριση με το πρώτο παιχνίδι έχει να κάνει με το γεγονός ότι στο Division 1, ο ήρωας που υποδύεστε μοιάζει περισσότερο ως ένα γρανάζι της μηχανής, που απλώς θέλει να κάνει τη δουλειά του. Στο Division 2 υπάρχει εντονότερο το concept της δημιουργίας μιας community, η οποία αποτελεί το αποτέλεσμα της συνολικής πορείας σας στο παιχνίδι. Για αυτό και η ιδέα των settlements που θα αποτελέσουν τα προπύργια σας και τα οποία έχουν τον χαρακτήρα «ζωντανών κοινοτήτων», είναι ένα concept που προσφέρει αν μη τι άλλο έναν στόχο και σκοπό στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε τις πράξεις και τις ενέργειες σας μέσα στο παιχνίδι. Η δε ενασχόληση του παίκτη με τα settlements είναι αρκετά rewarding, πράγμα που σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού η προσοχή του παίκτη θα στραφεί πολλές φορές στην εύρυθμη λειτουργία των κοινοτήτων.
Σε σχέση με το Division 1, όλοι οι μηχανισμοί του gameplay όχι μόνο μοιάζουν να έχουν αναβαθμιστεί, αλλά σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται ότι έχουν επανασχεδιαστεί στο πρότυπο μιας πιο «ρεαλιστικής» και λειτουργικής κατεύθυνσης. Για παράδειγμα, το νέο damage system των εχθρών, αλλάζει τους κανόνες των gunfights, ανοίγοντας διάχυτα το δρόμο σε περισσότερες εναλλακτικές προσεγγίσεις στο take-down των αντιπάλων σας. Μάλιστα, η ύπαρξη αδύναμων σημείων συνεισφέρει στην ύπαρξη ενός πιο «εγκεφαλικού» combat αυτή τη φορά, καθώς θα πρέπει να εστιάζετε τα πυρά σας εκεί που πρέπει και σας συμφέρει. Στο ίδιο μήκος κύματος και το πιο εύχρηστο σύστημα διαχείρισης του loot, καθώς πλέον έχουν απλουστευθεί σημαντικά οι διαδικασίες που αποφασίζετε για το τι χρειάζεστε πραγματικά και τι όχι, κάνοντας έτσι το παιχνίδι πιο γρήγορο και απλό. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι developers της Massive ενδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο το concept των διαθέσιμων skills, tech και abilities, προσθέτοντας μπόλικο crafting, δίνοντας έτσι περισσότερη αύρα από RPG στον τίτλο τους. Άλλωστε, ως γνωστόν “under the surface” τρέχει ένα αρκετά βαθύ και πολυποίκιλο RPG μοντέλο παιχνιδιού.
Οι developers όμως δεν έμειναν εκεί, καθώς «πείραξαν» και το PvP σκέλος του παιχνιδιού (Dark Zone), πραγματοποιώντας έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε 3 διακριτές ζώνες (στην ανατολή υπάρχει η Union Station, στο νότο το Fisherman’s Wharf και στα δυτικά η Georgetown), στο πλαίσιο μιας πιο εξισορροπημένης λογικής. Αν και η φόρμουλα δεν έχει μεταβληθεί δραστικά και το νόημα παραμένει το ίδιο (εισέρχεστε στην απαγορευμένη ζώνη για αχαλίνωτο looting, αντιμετωπίζοντας ορδές από πουσαρισμένα κι επικίνδυνα mobs), ωστόσο οι δημιουργοί του The Division 2 έκαναν το concept του Dark Zone να προσφέρει πλέον κάτι για… όλους, βάζοντας ένα τέλος στο φαινόμενο του πρώτου παιχνιδιού, όπου στην Dark Zone «κατοικούσαν» αποκλειστικά οι hardcore και έμπειροι παίκτες. Εδώ, τα πράγματα βασίζονται σε μια πιο balanced λογική και έτσι δεν υπάρχουν… παράπονα. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι το επιθετικό (και εντελώς free) PvP gameplay που αγάπησαν οι φανατικοί φίλοι του The Division ότι θα απουσιάζει, καθώς αυτό που σκέφτηκαν οι δημιουργοί της Massive είναι ότι μια φορά την εβδομάδα μία από τις 3 προαναφερθείσες Dark Zones θα μετατρέπεται σε “Occupied”, πράγμα που σημαίνει ότι οι πιο casual μάλλον καλό θα είναι να μην πλησιάζουν, καθώς εκεί θα δρουν οι high-level παίκτες, οι οποίοι θα συγκρούονται μέχρι τελικής πτώσεως για να εξασφαλίσουν τα top rewards του παιχνιδιού.
Πέραν βέβαια, των updated Dark Zones, κορωνίδα ίσως των αλλαγών που βλέπουμε στο sequel έχει να κάνει με το endgame (υπήρξε μπόλικη αρνητική κριτική για αυτό στο πρώτο game της σειράς), καθώς μόλις φτάσετε στο level 30 και ολοκληρώσετε το βασικό κομμάτι του παιχνιδιού, τότε είναι που αρχίζει το πραγματικό πάρτι! Μια νέα faction (ονόματι Black Tusk) αρχίζει να κατακλύζει τον χάρτη του παιχνιδιού και μαζί και με τα υπόλοιπα factions, ξεσπάει ένας αδυσώπητος πόλεμος που σας προτρέπει να δείτε ξανά όλες τις missions που είχατε πραγματοποιήσει. Οι αποστολές που είχατε παίξει γίνονται «invaded», πράγμα που σημαίνει ότι μπορείτε να τις παίξετε ξανά μόνο που αυτή τη φορά με την έλευση της Black Tusk, όλο το σκηνικό θα διαπιστώσετε ότι έχει αλλάξει πλήρως, προσφέροντας μια εντελώς διαφορετική εμπειρία παιχνιδιού, τόσο σε επίπεδο storylines όσο και σε rewards. Στο endgame του Division 2, οι παίκτες γίνονται μάρτυρες της διαρκούς εναλλαγής της δύναμης και των κατακτήσεων των 4 factions, ενώ η Massive φροντίζει ώστε να διανθίζει διαρκώς το παιχνίδι με ημερήσια και εβδομαδιαία challenges, side-missions και bounties. Και σα να μην έφταναν τα παραπάνω… έχει κι άλλο, καθώς όταν φτάσετε στο επίπεδο του endgame αποκτάτε πρόσβαση σε τρία Specializations (Survivalist, Sharpshooter και Demolitionist), με την κάθε επιλογή να προσφέρει ένα όπλο «σήμα κατατεθέν», αλλά και το ξεκλείδωμα νέων μοναδικών skills. Με αυτόν τον τρόπο, σας προσφέρονται επιπλέον κίνητρα για να εξερευνήσετε ακόμη περισσότερο τον κόσμο του παιχνιδιού και να ακολουθήσετε διαφορετικές tactical προσεγγίσεις.
The Way sequels are made!
Ρίχνοντας μια ματιά στον τεχνικό τομέα, τα visuals φυσικά δεν θα μπορούσαν παρά να χαρακτηρίζονται από τα υψηλά production values που διακρίνουν το The Division 2 στο σύνολο του. Εντυπωσιακά lighting effects, υψηλή αισθητική, μαγευτική deca-ατμόσφαιρα, μοναδική λεπτομέρεια και εκπληκτική δουλειά στα textures φανερώνουν το πόσο πολύ έχει δουλευτεί και ο τομέας των γραφικών, ενώ ως αρκετά ποιοτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η ηχητική επένδυση. Μοναδική παραφωνία ήταν ίσως ο αυξημένος αριθμός των bugs (κάτι λογικό εάν κρίνουμε από το πραγματικά τεράστιο μέγεθος του παιχνιδιού), τα οποία όμως άρχισαν να εξαλείφονται αισθητά μετά την κυκλοφορία των πρώτων updates.
Κρίνοντας με βάση τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι το Division 2 είναι τόσο πλούσιο που δεν το βαριέσαι σχεδόν ποτέ, καθώς πάντοτε υπάρχει και κάτι να ασχοληθείς. Με δυνατότητα για raid 8 ατόμων (για τις πραγματικά ζόρικες bossy-καταστάσεις), δημιουργία clans, αλλά και με την Ubisoft να εμπλουτίζει το παιχνίδι με δωρεάν DLC content για τον πρώτο χρόνο από την κυκλοφορία του, μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το sequel βελτιώνει σχεδόν όλους τους τομείς του πρώτου παιχνιδιού και εξαλείφει τις αδυναμίες τους. Εάν υπήρχε βαθμολογία στο μάθημα: «Πώς να δημιουργήσετε το τέλειο sequel», οι δημιουργοί του The Division 2 σίγουρα θα έπαιρναν… άριστα και εάν ποτέ υπάρξει τρίτο μέρος, το The Division 2, δεν αποκλείεται να έχει τον χαρακτήρα του «Empire Strikes Back» της τριλογίας (εκτός κι εάν το τρίτο game αποδειχθεί ακόμη καλύτερο που όλοι το ευχόμαστε).
Ανάπτυξη: Massive Entertainment Έκδοση: Ubisoft Διάθεση: CD Media
The Good
- Αναβαθμισμένο σε τεράστιο βαθμό σε σχέση με το πρώτο game . Βελτιωμένο endgame . H εκπληκτική post apocalyptic εκδοχή της Washington DC . Μεγάλη αντοχή στο χρόνο . Visuals και Presentation . Ατμόσφαιρα
The Bad
- Ορισμένα bugs . Αδύναμο και "τετριμμένο" story
-
ΓΡΑΦΙΚΑ
-
ΗΧΟΣ
-
GAMEPLAY
-
ΑΝΤΟΧΗ